ΠΤΗΣΗ 2015 December 2015 #355 | Page 75

κνωνε δραματικά τον χρόνο άφιξης στον στόχο ( αναφερόταν η δυνατότητα κρούσης σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη εντός δύο ωρών ). Το 2006 η QDR ( Quadrennial Defense Review ), η ανά τετραετία αμυντική αναθεώρηση των ΗΠΑ , που από το 1997 καθορίζει και επικαιροποιεί το στρατιωτικό δόγμα που ακολουθεί η Ουάσιγκτον , ενέκρινε την εξέλιξη του « Bomber 2018 » με δυνατότητα κρούσης ακριβείας μεγάλης εμβέλειας και με υπέρτατο σχεδιαστικό χαρακτηριστικό την τεχνολογία στελθ . Σύμφωνα με κάποιες πτυχές των μελετών που διέρρεαν , το … B-3 ( όπως κάποιοι είχαν βιαστεί να το βαφτίσουν ) θα αποτελούσε μια « top-end low-observability » πλατφόρμα με ικανότητα να διεισδύει στην αρχική αεράμυνα ή και να παραμένει απαρατήρητο στον χώρο ενδιαφέροντος για την εξουδετέρωση στόχων που θα εμφανίζονταν στη συνέχεια στην εφαρμογή ενός δόγματος που αναφερόταν ως « penetrate and persist ». Το 2007 , όταν υπήρξε κατά τα φαινόμενα πρόσκληση προς τη βιομηχανία να ανταποκριθεί , ( καθώς το πρόγραμμα παρέμεινε σε όλη τη διάρκειά του άκρως απόρρητο ) γινόταν ήδη φανερό ότι το NGB θα ήταν θνησιγενές , μιας και το χρονικό πλαίσιο πλήρους επιχειρησιακής ένταξης το 2018 ήταν ουτοπικό . Το NGB όμως , αν μη τι άλλο , γέννησε τους συνασπισμούς που διεκδίκησαν αργότερα το LRS-B , όταν το 2008 η Lockheed Martin και η Boeing ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους . Τα μερίδιά τους καθορίστηκαν στο 40 % και 60 % αντίστοιχα και αφορούσαν στην « επιδίωξη εξέλιξης τεχνολογίας στελθ , προηγμένων αισθητήρων , δικτυοκεντρικών και άλλων λύσεων C & C υποβοήθησης διεξαγωγής επιχειρήσεων , εκπαίδευσης σε υπερρεαλιστικό περιβάλλον κ . ά .). Η Northrop Grumman ήταν ο άλλος διεκδικητής του NGB , που έλαβε μάλιστα το 2008 χρηματοδότηση 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το ταμείο « μαύρων προγραμμάτων » (« restricted programs ») του Πενταγώνου για την ανάπτυξη ενός πρωτοτύπου επίδειξης τεχνολογίας , με απαίτηση να ξεκινήσει πτητικές δοκιμές το 2010 ( Π & Δ Νο 337 , « RQ-180 Αγνώστου Ταυτότητας Στελθ Αεροσκάφη »)! Φυσικά κανείς δεν έχει δει μέχρι σήμερα αυτό το αεροπλάνο δημόσια . Ενώ όμως η USAF αναμενόταν να οριστικοποιήσει τις προδιαγραφές του « Bomber 2018 » τον Απρίλιο του 2009 , το Πεντάγωνο δια στόματος του πολιτικού προϊσταμένου του , του τότε υπουργού Άμυνας Robert Gates , ανακοίνωσε την ακύρωση του προγράμματος και λίγο αργότερα οι εταιρείες που είχαν εμπλοκή πήραν οδηγία να τερματίσουν τη διαδικασία (« close up shop »). Ανάμεσα στις εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν και η ανακοίνωση των Lockheed Martin-Boeing ότι « παγώνουν », αλλά δεν διαλύουν τη συνεργασίας τους ενόψει της αναμενόμενης συνέχειας . Τον Μάιο του 2009 ο τότε αρχηγός της USAF στρατηγός Norton Schwartz προσδιόριζε ότι στο επόμενο QDR οι ανάγκες της Αμερικανικής Αεροπορίας θα καθορίζονταν πλέον σε ένα αεροσκάφος κρούσης μεγάλης
Καλλιτεχνική απεικόνιση της Lockheed Martin το 2006 , όταν ξεκινούσε το ενδιαφέρον της USAF για νέο αεροσκάφος κρούσης / βομβαρδιστικό . Το μη επανδρωμένο υπερηχητικό αεροπλάνο είχε ακτίνα δράσης 1000 ναυτικών μιλίων , μεταφέροντας 12.000 λίβρες οπλικό φορτίο . ( Lockheed
Martin )
Άλλη μια πρόταση της Northrop Grumman για αεροσκάφος κρούσης μεγάλης εμβέλειας το 2005 , όταν η USAF σκεπτόταν … υπερηχητικά . ( Northrop
Grumman )
εμβέλειας (« Lοng Range Strike ») και όχι σε βομβαρδιστικό , αν και πολλοί διέκριναν στις δηλώσεις του μια ηθελημένη ασάφεια σχετικά με το πως ο κλάδος όριζε τη διαφορά ανάμεσα στο LRS και το Bomber . Αργότερα βέβαια μέσα στο 2010 στελέχη της USAF αναφέρονταν σε « οικογένεια αεροσκαφών που θα αντλούσαν τεχνολογίες από τα F-22 και F-35 ». Το LRS-B είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών , ως ένα υποβαθμισμένο από τις αρχικές φιλοδοξίες ( και κόστος ) ΝGB αλλά και με σημαντικά επιμηκυμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης . Επιπλέον , κυρίαρχος παράγοντας θα ήταν το κόστος ( Key Performance Parameter , KPP ), κάτι που επιβεβαιώθηκε πλήρως στην τελική ανάθεση του προγράμματος . Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα ( και που είναι ιδιαίτερα περιορισμένες λόγω της φύσης του προγράμματος ) η νίκη της Northrop Grumman έναντι της κοινοπραξίας Lockheed Martin-Boeing-Raytheon υπήρξε άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η προσφορά της για το LRS-B ήταν « σημαντικά χαμηλότερη » των ανταγωνιστών της . Η έκπληξη ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τον « μεγάλο συνασπισμό », καθώς η Northrop Grumman έχει μόλις το ένα έκτο του δικού τους συλλογικού ετήσιου τζίρου των 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων . Φαίνεται όμως ότι η τελευταία κατόρθωσε να νικήσει παίζοντας ακριβώς το παιχνίδι του lean manufacturing , που η Lockheed Martin και Boeing ευαγγελίζονται εδώ και πολύ καιρό . Επιπλέον η πρότασή της είναι ενισχυμένη από την εμπειρία που διαθέτει στις τεχνολογίες στελθ μέσα από προγράμματα όπως το B-2 , το UCAS , το Global Hawk αλλά και του -ακόμη απόρρητου- RQ-180 . Είναι αξιοσημείωτο ότι με το νέο δόγμα αξιολόγησης του Πενταγώνου από το 2009 ( Weapon Systems Acquisition
12 / 2015 75