ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗ-ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ | Page 54

[8] Εντυπώσεις της ημέρας Η ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΟΥ ΚΑΝΔΗΛΙΟΥ Πατέρας --------------------------------------------------------------------------------------------- 5 Δεκεμβρίου 1923 Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ Δ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Ο Χατζόπουλος περιγράφει τη χαράδρα του Κανδηλίου στις νότιες απολήξεις του Πατέρα συνέχεια από προηγούμενο άρθρο που φτάνει μέχρι το Κανδήλι και από εκεί συνεχίζει και τελειώνει τη διαδρομή του στην Μάνδρα. Έ νας από τους πλέον αγνώστους γενικώτερον δρόμους της Αττικής είνε ο εισχωρών εις την θαυμάσειαν κλεισώρειαν του Κανδηλίου. Επιδιορθωνόμενος θα ήδύνατο να καταστή προσιτός εις τα αυτοκίνητα, τα οποία θα εύρισκον μίαν περισσοτέραν ευκαιρίαν προς απόλαυσιν φυσικών καλλονών εις την Αττικήν. Καλά χαραγμένη είνε η αμαξιτή οδός και στερεά άνωθεν της βαθείας ρεμματιάς της χαράδρας. Πολλαχού διατηρείται εις αρκετάν καλήν κατάστασιν, αλλά δεν είνε ολίγα τα αδιάβατα σημεία της υπό τροχοφόρων. Το πυρ δεν κατέστρεψε τον φυτικόν πλούτον των εκατέρωθεν βουνών της και η είσοδος της, όπως και η έξοδος της, στολίζονται με θαλερωτάτους πευκώνας. Δεξιά της ρεμματιάς κατά την ευρείαν είσοδον ευρίσκονται χειμερινά κονάκια ποιμένων. Από τοιαύτα είνε γεμάτη η δασωμένη ορεινή περιοχή. Το καλοκαίρι αι ποίμναι αυταί ανεβαίνουν εις το υψηλόν και άνυδρον όρος του Πατέρα. Ζικζακοειδής είνε η πορεία εντός της κλεισωρείας του Κανδηλίου, απαιτούσα τρία τέταρτα το πολύ από το ένα στόμιον της εις το άλλο. Μετά δέκα λεπτά από την είσοδον της εκ της κοιλάδος της Μπότσικας βλέπομεν αριστερά της οδού ευρείαν, βαθείαν λαξευτήν οπήν εις βράχον. Καθ΄όσον πλησιάζομεν προς το άνοιγμα των δύο υψηλών καθέτων βουνών, το ενδιαφέρον μας ζωηρεύει εκ της μεγαλοπρεπεστέρας θέας της κλεισωρείας. Κόκκινοι και παράδοξοι είνε οι τοίχοι των απέναντι αλλήλων βράχων, γέμοντες από σπήλαια αλλόκοτα. Η ηχώ αφυπνίζεται εις την κραυγήν σας, ενώ ο άνεμος πνέει σφοδρός εις τον μεγάλον ορεινός διάδρομον. Προς τον δεξιόν βράχον εκφεύγει παραδοξωτάτη αυτοτελής εξοχή του, αποτελούσα τεράστιον κώνον, έχοντα οπωσούν σχήμα κανδηλίου και συνεχόμενον με τον ακρινόν τοίχον δια δαντελωτής βραχοσειράς. Εκείθεν πλαγίως δύνασθε να την ανεβήτε και δι΄αυτής θα πορευθήτε εις την αιχμήν του Κανδηλίου. Το σύνολον του δίδει πράγματι την ιδέαν κρεμαστού βράχου, εκτάκτως δε κατάλληλος είνε η προς τον δρόμον πλευρά του δι΄αλπινιστικήν ανάβασιν με σχοινιά, αρκεί ο πρώτος αναβάτης να φθάση την κορυφήν πλαγίως. Παρομοίας παραδοξότητος βράχον δεν απαντώμεν αλλαχού της Αττικής και μάλιστα εις τοιούτο ιδιόρρυθμον χάσμα κλεισωρείας. Από τον δρόμον κάτω ορωμένη η κορυφή του αλλόκοτου βράχου ομοιάζει με σοβαράν γεροντικήν μορφήν της Γραφής, έχουσαν υψηλόν σαρίκιον, κυρτή ρίνα και μακράν γενειάδα εις οξύ απολήγουσαν. Σημειώνω και το αναφερόμενον επιτοπίως, ότι ''άλλοτε εφανερώθη εις τον κρεμαστόν βράχον κανδήλι''. Περαιτέρω άλλαι δύο ρεμματιές, χωρίζουσαι καταφύτους από πεύκα δρυμούς εκβάλλουν αριστερόθεν καθώς προχωρούμεν προς την θέσιν ''Μελετάκι'' 49 εις την της κλεισωρείας,