ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗ-ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ | Page 30

Κάτω εις το Πέραμα των Μεγάρων ένα καΐκι και μεγάλη βάρκα εργάζονται. Περνούν τον κόσμον από την μεγαρικήν ακτήν εις την Σαλαμίνα και αντιθέτως. Αυτήν την τιμήν έχουν και τα γαϊδουράκια των χωρικών. Την εποχή του τρύγου με το καΐκι μεταφέρονται και τα κάρρα με τον μούστον. Τρεις βιοπαλαισταί έχουν ενοικιάση από το δημόσιον το προνόμιον αντί οκτακοσίων δραχμών τον χρόνον. Ισχυρόν ρεύμα είχε η θάλασσα και η βάρκα έκαμε μεγάλην βόλτα. - Βγαίνει κάτι; ερωτώ τον γέρο λεμβούχον. - Τι να βγη εδώ πέρα; Μόλις εξοικονομούμεν το καρβέλι. Και εις την αντικρυνήν ακτήν είνε μαγαζάκι. Οικογένεια, η του λεμβούχου, κατοικεί. Έχει καλό κρασί δια τους αλιείς, που πηγαίνουν και αναπαύονται. και εκείνοι έχουν καλόγνωμες, στρείδια, γαιδουροπόδαρα, όλη την ποικιλίαν των οστράκων της Σαλαμίνος, δια τα οποία και δια την βιομηχανίαν των ήλθαν εις τους παλαιούς και σκοτεινούς χρόνους οι φοίνικες και εγκατεστάθησαν εις την νήσον. Καΐκι από τον Κάλαμον της Λευκάδος προερχόμενον είχε φουντάρη εις τα νερά του Περάματος και ο καπετάνιος του ανεπαύετο μαζί με τους ψαράδες. Ψιλοκουβεντίτσα αρχίσαμεν και τρεις μοναχοί της γειτονικής Φανερωμένης έλαβον μέρος. Είπαμε δια την θάλασσαν, δια την ξηράν, δια τον κόσμον και ένας εκ των πατέρων είχε τολμηράς εκφράσεις περί όλων. Θολή ήρχετο η βραδειά. Πελωρία γκρίζα γάζα περιέβαλλε τα νερά και την γην. Είχε ελαφρόν ψιθύρισμα εις τον πευκώνα προς το μοναστήρι, καθώς τον περνούσα. Εις την μονήν ησυχία, γαλήνη. Εις τον τάφον Γκούρα, εις την αυλήν, εκάθητο σιωπηλός καλόγηρος. Με μαύρην σκιάν έμοιαζε. Η επιγραφή επί της πλάκας λέγει: ''Ενθάδε κείται τα οστά Ιωάννου Γκούρα οπλαρχηγού εν τη ανατολική Ελλάδι πεσόντος προς της Ακροπόλεως Αθηνών τη 30 Σεπτεμβρίου 1826 μετενεχθέντα υπό των συμπολεμιστών του.Τόδε το μνήμα πεποίηται επί Αβερκιού Γ. Κουμάντου ηγουμένου εν τήδε μονή Φανερωμένης εν Σαλαμίνι τη 1η Δεκεμβρίου 1890 έτος''. Εις τον αντικρυνόν τοίχον του κελλίου η βροχούλα εμαργαριτοστόλιζε εντοιχισμένον παλαιόν κίτρινον ανάγλυφον, παριστάνον ημίγυμνον κόρην ανυψούσαν το χέρι προς τα τσαμπιά της κληματαριάς υπέρ την κεφαλήν της. Εορταστικός τόνος εις την χριστιανικήν αυστηρότητα. Και μαγεία ήτο η πορεία εις τον δρόμον που περνά τον μεγάλον πευκώνα, 11 χιλιόμετρα πορεία. Εις την άκρην των χωραφιών και των αμπέλων πυκνά στρώματα από αγριοβιολέττες. Εις την εσπερινήν βροχίτσα εσκορπούσαν τα δυνατώτερα μύρα των. Χαρές, τραγούδια και λατέρνα εις τα Παλούκια. Τα ναυτάκια είχαν μεράκι και αι μελωδίαι των ηκούοντο έως το βάθος του Περάματος. όπου έπλεε η βάρκα. Συνηντήσαμεν ψαράδες, βάρκες του Ναυστάθμου, που έριχναν τα δίκτυα των υπό το φώς του φεγγαριού. Εις το Πέραμα ο κ. Σταμάτης και η σύζυγος του αγρυπνούσαν εις το μαγαζάκι των., ξεκουραζόμενοι από την κυριακάτικην εργασίαν. Αλλά τακούνι γυναικείο δεν είχε μείνει εις τον Πειραιά. Και οι περισσότεροι είχαν φύγη πεζή. Που να επαρκούσαν τα μεταφορικά μέσα. Τα ψηλά τακούνια βαδίζουν οκτώ χιλιόμετρα εις την δροσερήν ανοιξιάτικην νύκτα; Αλλά αυτό λέγεται πλέον πολιτισμός εις τον Πειραιά. ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ [25]