Ομορφος κόσμος... | Page 66

66

νοείται καναλάρχης να κυκλοφορεί με ντάτσουν, αλλά από μερσεντές και πάνω.

Και δώστου να τρέχουν ολημερίς οι ρεπόρτερ, όχι οι κουστουμαρισμένοι δημοσιογράφοι, αλλά οι άλλοι, οι αφανείς ήρωες που κυνηγούν την είδηση για να μπορεί ο κουστουμαρισμένος να την παρουσιάσει στο γυαλί. Είναι εκείνοι οι ρεπόρτερ που αμείβονται με τρεις κι εξήντα τον μήνα, επειδή η οικονομική κρίση δεν τους επιτρέπει να ζητήσουν κάτι παραπάνω για να συντηρήσουν αξιοπρεπώς εαυτούς και οικογένειες. Και αν τολμήσουν ας πουν καμιά κουβέντα. Η πόρτα της εξόδου είναι από εκεί και χαρήκαμε που συνεργαστήκαμε κι έχει ο Θεός να το ξανακάνουμε πάλι αργότερα. Ο Θεός, όμως, μπορεί να έχει, μα δεν έχει ο άμοιρος εργαζόμενος ο οποίος κάθεται στα αβγά του και δεν μιλάει και ας καθυστερεί ο εργοδότης του τα ψίχουλα του μισθού του κανά δυο-τρεις μήνες, διότι λεφτά θα δώσει πρέπει και να τα τοκίζει για να αβγατάνε και με περίλυπο ύφος ρίχνει το ανάθεμα στην οικονομική κρίση. Κι αναρωτιέται σαν ηλίθιος ο εργαζόμενος των τρεις κι εξήντα, πως γίνεται να υπάρχει οικονομική κρίση που να πλήττει μόνο αυτόν και όχι τον εργοδότη του που κάνει διακοπές σε ακριβά τουριστικά θέρετρα, αγοράζει σπίτια και αλλάζει τ' αυτοκίνητα σαν τα πουκάμισα και στο καπάκι αγοράζει κι ένα στη γκόμενα;, Διότι δεν μπορεί να είσαι επιχειρηματίας και να μην έχεις την γκόμενά σου, που βεβαίως το γνωρίζει η σύζυγος αλλά κάνει την πάπια να μη χάσει τα λούσα και τις ανέσεις.

Σαν εκείνη τη σύζυγο, που είχε πάει για φαγητό σε ακριβό, πολυτελές ρεστοράν, με τον επιχειρηματία άντρα της. Ξαφνικά μπαίνει μέσα μια δίμετρη ξανθιά είκοσι πέντε Μαίων, κάθεται στα πόδια του συζύγου και τον αρχίζει στα φιλιά. Όταν έφυγε, έκπληκτη τον ρώτησε ποια ήταν η τσούλα και από που άντλησε το δικαίωμα να τον φιλάει.

«Η γκόμενά μου», απαντάει ο σύζυγος συνεχίζοντας το φαγητό του ατάραχος.

«Τι; Με απατάς; Θέλω διαζύγιο».