Ομορφος κόσμος... | Page 142

142

από την Τραπεζούντα το δρόμο και βγήκαμε με διάφορους τρόπους στην Πόλη. Εκεί οι Τούρκοι μας έβαλαν σε μια εκκλησία και ήρθαν οι Έλληνες και μας πήραν. Μετά από έντεκα μέρες μας φόρτωσαν στο καράβι για την Ελλάδα. Μας έβγαλαν στην Πάτρα. Εφτά χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε ένα πλοίο των δύο χιλιάδων. Ήμασταν στη θάλασσα 5-6 μέρες. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουμε. Δεν υπήρχαν τρόφιμα. Δεν υπήρχαν καμπινέδες. Όλες τις μέρες και τις νύχτες στεκόμαστε στο κατάστρωμα, κάτω από τη βροχή, μέσα στο κρύο της νύχτας και κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού.

Φτάσαμε στην Πάτρα κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, αναπνέοντας ανθρώπινη μιζέρια και απελπισία. Χειμώνας καιρός. Χριστουγεννιάτικα, ξημερώματα το 1923. Τι σπουδαίοι άνθρωποι κι εκείνοι! Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Ακούσαμε να μας καλωσορίζουν: "Τι θέλετε στο τόπο μας τουρκόσποροι; Να πάτε στον Βενιζέλο σας!". Μας έβαλαν να κοιμηθούμε σε ανοιχτά υπόστεγα. Έβλεπαν τα μωρά πάνω στο τσιμέντο και δεν έλεγαν, πάρτε ένα τσουβάλι να τα βάλετε πάνω. Τη μια βραδιά έβλεπες το μωρό καλά και την άλλη το έβρισκες πεθαμένο...

Από κει μας έκαναν διανομή στα χωριά. Μας έβαλαν στα καρβουνιασμένα βαγόνια του τρένου. Δεν περίμεναν ούτε τα πράγματά μας να πάρουμε. Εμείς, που δεν είχαμε άντρες να τρέξουν, τα χάσαμε. Κατεβήκαμε στη Γαστούνη και μας μοίρασαν. Εγώ πήγα στα Σαμπάναγα. Δουλεύαμε για να ζήσουμε. Ένα μεροκάματο στα χωράφια, ένα ψωμί, λίγα φασόλια ή τίποτα άλλο.

Όταν πρωτοήρθαμε δεν ξέραμε ελληνικά. Οι ντόπιοι μας κορόιδευαν. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους! Ήθελαν να μας σκοτώσουν, γιατί λέγανε ότι τους πήραμε τον τόπο τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες, Οι άνδρες μαζεύονταν στα καφενεία και όσοι είχαν τσιγάρα τα έβαζαν στο τραπέζι να καπνίσουν όλοι. Οι ντόπιοι απορούσαν και ήθελαν να τα πάρουν. Ότι καλό είχαμε φέρει μας το έπαιρναν ή το έκλεβαν. Στη γυναίκα του Αντώναγα πήραν τα χρυσαφικά και ένα βράδυ δύο ντόπιοι τους τράβηξαν και άρπαξαν, εκεί που κοιμόντουσαν, το πάπλωμα, αλλά τους πρόφτασαν και το πήραν πίσω.

Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Γρίπη, φυματίωση, ελονοσία και τραχώματα, βασάνιζαν τους πρόσφυγες. Πολλοί που προσβλήθηκαν από μολυσματικές αρρώστιες δεν πρόλαβαν να φτάσουν και άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πλοία και τα λοιμοκαθαρτήρια.