ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗ - ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ | Page 13

ώρα μετά, κι ενώ όλοι βρίσκονταν στις δουλειές τους και οι δρόμοι είχαν ερημώσει, ένα αγοράκι, όχι μεγαλύτερο από 12 χρονών, πλησίασε τις ζωγραφιές. Ξερόβηξε, ωστόσο αυτό το σημάδι δεν ήταν αρκετό για να δείξει στην Ελίζαμπεθ την τρομερή του ασθένεια. Έβγαλε από την τσέπη του δύο μισοτελειωμένες κιμωλίες κι άρχισε να ζωγραφίζει. Όλες οι εναγώνιες προσπάθειές του να καλύψει τον βήχα του απέτυχαν. Κάποια στιγμή, έβηξε πιο δυνατά κι έφτυσε αίμα, πέφτοντας λιπόθυμος από την κούραση. Τα ζωηρά γαλανά ματάκια του, έμειναν για λίγο κλειστά. Όταν επιτέλους τα άνοιξε, ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις του, ο πρώτος ήχος που άκουσε ήταν το δυνατό αγκομαχητό του τρένου καθώς ανέβαινε το βουνό. Έπειτα είδε την Ελίζαμπεθ να σκύβει πάνω του. Μόλις συνήλθε ολοκληρωτικά, το πρώτο που έκαναν ήταν να… ξανασυστηθούν, αφού ο μικρός ήξερε ήδη το όνομα της Ελίζαμπεθ. Της Ελίζαμπεθ που πολύ σύντομα του είπε ό,τι ήξερε για την ασθένειά του, τη φυματίωση, και πως κατευθύνονταν στα βουνά, εκεί όπου ο καθαρός αέρας θα μπορούσε να δώσει μια λύση. Για να μην τα πολυλογούμε, τα παιδιά τα συνέδεσε απ’ την πρώτη τους επαφή στο τρένο μια αδελφική αγάπη. Η Ελίζαμπεθ βρισκόταν πάντα στο πλευρό του μικρού της φίλου στην καλύβα τους, στα ορεινά. Ήταν στιγμές που όλα έδειχναν πως δεν υπήρχε ελπίδα, στιγμές που εκείνη ετοιμαζόταν να τα παρατήσει, στιγμές που εκείνος έφτυνε αίμα. Και οι δύο κρατήθηκαν στην ζωή από τον κρίκο της αγάπης, που δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η Ελίζαμπεθ του έδινε καθημερινά κισσό της γης, χαμομήλι, και πίστεψε ειλικρινά πως αυτό ήταν που συνέφερε τον Λούι από την αρρώστια του. Στην πραγματικότητα, ήταν η παρουσία της, η αγάπη της και η ανεξάντλητη