ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗ - ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ | Page 11

Τα πλακάκια του πεζοδρομίου Τα τζάμια του παραθύρου της έτριξαν από τον βρόντο της καταιγίδας και την έκαναν να αναπηδήσει στο κρεβάτι της. Μετά απ’ αυτό, δεν μπόρεσε να μην αναστενάξει. Ξύπνησε από το πιο μαγικό της όνειρο. Είχε ονειρευτεί έναν κόσμο πολύχρωμο, γεμάτο ζωή και αγάπη. Αγάπη που ξεχείλιζε από κάθε καρδιά, κάθε σπίτι και κάθε πολιτεία. Ήταν σαν ένα θαύμα. Ανασηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο με τις βαθυκόκκινες, βελούδινες κουρτίνες. Το βλέμμα της απλώθηκε μελαγχολικό σ’ όλο τον κάμπο μπροστά της. Το τρένο κουνήθηκε δυνατά, κάνοντάς την να κοιτάξει το πάτωμα του βαγονιού της, λίγο πριν ξανασηκώσει το βλέμμα της προς τον κάμπο. Το τρένο συνέχιζε να κουνιέται, ενώ έξω… έξω όλα της φαίνονταν σαν εικόνες ασπρόμαυρης ταινίας. Ξάφνου, της ήρθε μια ιδέα. Έσκυψε κάτω απ’ το κρεβάτι της, σήκωσε την παλιά, δερμάτινη βαλίτσα και την άνοιξε. Έβγαλε από μέσα έναν καμβά, παλέτα, πινέλα και μπογιές και ξεκίνησε να ζωγραφίζει. Πρώτο χρώμα, το κόκκινο: η αγάπη, η βάση της ανθρωπότητας. Δεύτερο χρώμα, το μπλε: η ειρήνη, το μυστικό της ευτυχίας. Τρίτο, το πράσινο: η ζωή, το κλειδί για τα πάντα. Φιλοτέχνησε, λοιπόν, έναν πίνακα με αυτά τα τρία χρώματα. Στο τέλος, τα σκέπασε όλα με λευκό, το χρώμα που επρόκειτο να συναντήσει στο Παρίσι. Η Ελίζαμπεθ ήταν φτωχή, περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Στο πολυτελέστατο τρένο με προορισμό το Παρίσι, είχε μπει ως λαθρεπιβάτης στις αποθήκες του. Στο βάθος υπήρχε ένα παλιό σκονισμένο κρεβάτι και δίπλα ένα σπασμένο παράθυρο, το οποίο επέτρεπε στη βροχή να μπει για να καταστρέψει τις βελούδινες κουρτίνες. Η μητέρα της είχε πεθάνει χρόνια τώρα, όταν η Ελίζαμπεθ ήταν ακόμα νεογέννητο. Ο πατέρας της, πριν μία εβδομάδα, έφυγε κι αυτός και η κοπέλα πήγαινε στο Παρίσι για να ξεχάσει. Στις σκέψεις αυτές, ένα δάκρυ κύλησε και μούσκεψε τα ροδαλά της μάγουλα. Κι εκεί… την πήρε ο ύπνος. Το παλιό ρολόι πάνω από την ξεχαρβαλωμένη ντουλάπα χτύπαγε μεσάνυχτα, όταν το τρένο σφύριξε την άφιξή του στην πόλη του φωτός. Η Ελίζαμπεθ, πριν ακόμη ξυπνήσει για τα καλά, βρισκόταν έξω και εισέπνεε τον αέρα της γαλλικής πρωτεύουσας. Αργότερα, βρήκε μια άκρη να κοιμηθεί, στη γωνία ενός σκοτεινού δρόμου, αλλά ο ύπνος δεν την έπαιρνε… Θα ’θελε να ζωγραφίσει αλλά τον μοναδικό καμβά που είχε στην κατοχή της τον χρησιμοποίησε στο βαγόνι του τρένου. Εκείνον τον πίνακα έβγαλε και βάλθηκε να τον κοιτάει. Απεικόνιζε ένα κοριτσάκι με ψάθινο καπέλο, κάτω απ’ τη 11