Ημεροδρόμος- Ειδικές εκδόσεις Μέρες του Δεκέμβρη ΄44 | Page 307

Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σα φίδι: -Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία; -Δεν σας αντελήφθην. -Εσύ δεν φώναζες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»; -Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλ’ αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μ’ αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά. -Εδώ βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς. -Ο κύριος Αποστόλης; -Μάλιστα! -Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του Θεάτρου. -Ήτανε, αλλά προχθές…ανένηψε… -Κατάλαβα… -Πάρτε τον! Και με πήρανε. Οι … κυρίες είχανε μείνει βουβές. Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ ο Αποστόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αυτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σ’ έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σ’ ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σ’ ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θάχε κουραστεί, φαίνεται, από τις … έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σα βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σα μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο, αγριεμένος: -Τί είναι αυτό; -Ποιο; -Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το πανταλόνι σου… Τι είναι; ξαναβρυχήθηκε.