Ημεροδρόμος- Ειδικές εκδόσεις Μέρες του Δεκέμβρη ΄44 | Page 190

ξύλα 12-15,τσιγάρα 3 δρχ. το ένα, ψηστικά 10-20 δρχ., φασόλια 180, πετρέλαιο, 160, σταφίδα ξανθιά 64, σταφιδόμελο 180. Τα αγορανομικά όργανα επιβλέπουν την αυστηρή τήρηση των ορισμένων τιμών». «Πού να πάω; Πού να προφυλαχτώ;» Από τις ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή Σωτήρη Σκίπη , που κρατούσε στο σπίτι του στην Καλλιθέα ( δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή», τεύχος 184): « 20 Δεκεμβρίου Από τις 3 το πρωί οι Άγγλοι φωτίζουν τα σπίτια μας με φωτοβολίδες τεράστιες. Λες πως είναι μέρα. Είμαι νηστικός και άυπνος. Ξάφνου ακούω να χτυπούν με υποκόπανο την πόρτα του επάνω πατώματος, του γειτονικού σπιτιού. Κάθε χτύπος και μια ανατριχίλα βαθιά μέσα μου. Όχι από φόβο. Τον ξέρω το χτύπο αυτόν απ’ τη νύχτα της 4ης Μαίου, που ήρθανε τα Ες Ες και μ’ έπιασαν… Μα από ντροπή… Ντρέπουμαι … Θέλω να κρύψω το πρόσωπό μου… Θέλω να κρυφτώ ολόκληρος! Ν’ ανοίξω τη γη, να μπω μέσα και να σκεπαστώ με χώματα… Να μην επιζήσω! Να μη με δη ανθρώπινο μάτι! Πετάγουμαι στην αυλή και ρωτώ δυνατά. -Γιατί σπάτε την πόρτα του ξένου σπιτιού; Ποιοι είσαστ’ εσείς που παίρνετε τέτοιο δικαίωμα, που δεν το παίρνουν ο Θεός και ο Χάρος; Οι αντάρτες, όμως, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους αμίλητοι. Τους ξαναφωνάζω σ’ έναν τόνο επιτακτικό: -Δεν πρέπει να σπάσετε την πόρτα. Πολύ περισσότερο που η οικογένεια που κατοικεί εκεί λείπει. -Γιατί λείπει; -Πήγε σ’ ένα συγγενικό της σπίτι να μείνει, για ν’ αποφύγει τη μάχη. -Θέλουμε να μπούμε… Θέλουμε να ξαπλώσουμε… Ξεπαγιάσαμε… Κι ένιωσα τόση λύπη γι’ αυτούς… Η πόρτα, όμως, δεν υποχωρούσε στους χτύπους των υποκόπανων. Έτσι κι αυτοί κατέβηκαν, έσπασαν την πόρτα της κουζίνας του πρώτου πατώματος και μπήκανε μέσα. Η κ. Φ. ατρόμητη ξοπίσω τους για να