ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΑ | Page 28

Η κλασσική μόρφωση δεν απορρίπτεται εντελώς από τον Χρυσορρήμονα: «Τι ουν; κατασκάψομεν τα διδασκαλεία (των ειδωλολατρών Ελλήνων), φησίν; Ου τούτο λέγω, αλλ' όπως μη την της αρετής καθέλωμεν οικοδομήν και ζώσαν κατορύξωμεν την ψυχήν». β) «Καινοτομείν τα ονόματα». Όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας είναι σχετικές και ανίκανες να εκφράσουν πλήρως το νοούμενο. Καμιά γλώσσα δεν είναι «ιερή», ούτε η Ελληνική ούτε η Εβραϊκή, αν και ο Μ. Βασίλειος σημειώνει ιδιαίτερα το ότι οι Εβδομήκοντα δεν μετέφρασαν, άλλα απλώς μεταγραμμάτισαν στα ελληνικά λέξεις, που αναφέρονται στο Θεό, όπως οι λέξεις Σαβαώθ, Αδωνάϊ, Ελωί κ.λπ. Παρά ταύτα τόσον ο Βασίλειος όσον και ο θεολόγος Γρηγόριος, υποστήριξαν με επιμονή τον όρο ομοούσιος του Συμβόλου της Νικαίας, αν και γνώριζαν ότι δεν υπήρχε στην Αγία Γραφή, και ότι ήταν δάνειο όχι μόνον από την ελληνική γλώσσα, αλλά και από την ελληνική φιλοσοφία. Έτσι οι Πατέρες αυτοί, αλλά και η όλη Εκκλησία, όπως μαρτυρεί η χρήση του «ομοούσιος» από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν φιλοσοφικούς όρους της εποχής τους, και μάλιστα να τους επενδύσουν με αυθεντία δογματική, δηλαδή ακατάλυτη, καθιστώντας τους κατά κάποιο τρόπο αναντικατάστατους. Η ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, ως το κύριο διαθέσιμο στον πολιτισμό της εποχής μέσον επικοινωνίας, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ενσωματωθεί στο πολιτισμικό γίγνεσθαι η αλήθεια του Ευαγγελίου. Έτσι ο Μ. Βασίλειος αποφαίνεται ότι είναι ουσιώδες και απαραίτητο για όσους θεολογούν «να θεωρούν τους όρους που χρησιμοποιούνται στη θεολογία ως πρωταρχικής σημασίας, και να προσπαθούν να εξάγουν από αυτούς το υποκρυπτόμενο σε κάθε φράση και σε κάθε συλλαβή νόημα». Η στάση αυτή των Πατέρων έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας και γλώσσης δηλώνει σαφώς την πρόθεσή τους να μεταφέρουν οπωσδήποτε τη χριστιανική πίστη στον πολιτισμό της εποχής τους, όσους κίνδυνους και α