ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΑ | Page 27

Αλλά το κήρυγμα του Ιησού, η Σταύρωση και η Ανάστασή Του, ολόκληρο το λυτρωτικό Του έργο, είχαν παγκόσμια προοπτική και σημασία. Στο σημείο αυτό διαδραματίζει ο ελληνισμός καίριο και αποφασιστικό ρόλο. Ο ρόλος αυτός δεν διαδραματίστηκε ερήμην ή σε πείσμα του Ιουδαϊσμού, αλλά ως πρόκληση προς αυτόν να επανερμηνεύσει την ίδια του την παράδοση, κυρίως τους προφήτες του, και να επανεύρει τον παγκόσμιο χαρακτήρα της. Την πρόκληση αυτή ανέλαβαν να κάνουν οι «ελληνιστές Ιουδαίοι», όσοι δηλαδή από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης και της διασποράς μιλούσαν την ελληνική και χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους την Παλαιά Διαθήκη στην μετάφραση των Εβδομήκοντα. Όσοι από αυτούς έγιναν χριστιανοί με επικεφαλής τον πρωτομάρτυρα Στέφανο και ιθύνοντα νουν τον Απόστολο Παύλο και τους άλλους πνευματικούς ταγούς εκ των «ελληνιστών», κάνουν το μεγάλο βήμα της αποσπάσεως της Χριστιανικής Εκκλησίας από τη λατρεία του Ναού των Ιεροσολύμων και την υποχρέωση της περιτομής, και ανοίγουν έτσι το δρόμο για να εισέλθουν τα «έθνη», δηλαδή ουσιαστικά οι Έλληνες, στη χριστιανική Εκκλησία. Μέσα σε λίγα χρόνια, περί το 60 μόλις μ.Χ., όχι μόνο η πλειονότητα των χριστιανών προέρχονται εξ εθνικών, όπως μαρτυρεί η προς Εφεσίους επιστολή του Παύλου, αλλά και η ίδια η ηγεσία της Εκκλησίας περνά στα χέρια Ελλήνων. Ονόματα ελληνικά, όπως Λουκάς, Τιμόθεος, Τίτος κ.α., αποτελούν πλέον την ηγεσία της Εκκλησίας. Ο ελληνισμός με τη βοήθεια αρχικά των ελληνιστών, οι οποίοι τον αποσυνδέουν από τον στενά και εθνικιστικά νοούμενο Ιουδαϊσμό, συνδέει πλέον την ιστορική πορεία του με τον ελληνισμό, και αρχίζει έτσι μια μακραίωνη διεργασία, από την οποία πηγάζει και διαμορφώνεται σιγά-σιγά αυτό που ονομάζουμε ελληνική ταυτότητα. Ο κρίσιμος σταθμός στην όλη αυτή πορεία των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού βρίσκεται στον 2ο μ. Χ. αιώνα. Μέχρι τότε ο Χριστιανισμός δεν αποτελεί πρόκληση για την ελληνική διανόηση. Την εποχή όμως αυτή εμφανίζονται οι πρώτοι Έλληνες διανοούμενοι, οι λεγόμενοι Απολογητές, οι οποίοι ασπάζονται τον Χριστιανισμό και προσπαθούν να κάνουν τη διδασκαλία του ελκυστική στην ελληνική διανόηση της εποχής τους. Έτσι αρχίζουν πλέον οι μεγάλες δυνατότητες, αλλά και οι πελώριοι κίνδυνοι. Πολλοί, όπως ο ιστορικός Harnack, θα κάνουν λόγο από εδώ και στο εξής για «εξελληνισμό του Χριστιανισμού». Άλλοι, όπως ο αείμνηστος π. Γεώργιος Florofvsky, θα μιλήσουν για «εκχριστιανισμό του ελληνισμού». Η σχέση των δυο αυτών πνευματικών μεγεθών θα σηματοδοτήσει εν πολλοίς τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως. Η μάχη θα είναι σκληρή. Οι Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, θα γράφουν έργα «Κατά Ελλήνων» και μέχρι περίπου τον 9ο η 10ο αιώνα μ. Χ. το όνομα «Έλλην» θα σημαίνει στο Βυζάντιο «ειδωλολάτρης», και θα είναι απόβλητο και καταδικαστέο. Από το άλλο μέρος θα χρησιμοποιείται αφειδώς η ελληνική γλώσσα και η αρχαιοελληνική ρητορική από τους Πατέρες της Εκκλησίας, η ελληνική φιλοσοφία θα δανείζει την ορολογία της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων, οι ειδωλολατρικές εορτές θα παίρνουν χριστιανικό περιεχόμενο, χωρίς να αποβάλλουν τα ήθη και τα έθιμα, που τις συνόδευαν ως τότε, και οι νεότεροι ερευνητές θα μπορούν να κάνουν λόγο για «Πλάτωνισμό των Πατέρων», «Χριστιανικό πλατωνισμό», ελληνικές επιδράσεις στην πατερική σκέψη, και άλλα παρόμοια. Τι ακριβώς συνέβη; Πού βρίσκεται η αλήθεια; Σε ποια σημεία δόθηκε η μάχη μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού, και τι ακριβώς προέκυψεν από αυτή