ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΑ | Page 23

ὥσπερ οὐδὲ τὰ τῶν ἄλλων, Στωϊκῶν τε καὶ ποιητῶν καὶ συγγραφέων. ἕκαστος γάρ τις ἀπὸ μέρους τοῦ σπερματικοῦ θείου Λόγου τὸ συγγενὲς ὁρῶν καλῶς ἐφθέγξατο. Γι’ αὐτό καὶ καταλήγει ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα: ὅσα οὖν παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι. «Ἡ θέση του αὐτὴ δὲν εἶναι αὐθαίρετη οὔτε ἀποτελεῖ καρπὸ ἑνὸς λανθάνοντος θεολογικοῦ συγκρητισμοῦ, ἀλλὰ συνιστᾶ συνεπῆ κατάληξη τῆς θεολογίας του γιὰ τὴ λειτουργία καὶ ἐπενέργεια τοῦ σπερματικοῦ Λόγου σ’ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ἐφόσον, ὅπως διευκρινίζει, κάποιοι φιλόσοφοι καὶ συγγραφεῖς τῆς προχριστιανικῆς ἀνθρωπότητας μπόρεσαν νὰ δοῦν καὶ νὰ συλλάβουν ὁρισμένες ἀλήθειες, ἔστω ἀμυδρά, μέσῳ τοῦ ὑπάρχοντος μέσα τους σπερματικοῦ θείου Λόγου, τῆς ἐνούσης ἐμφύτου τοῦ λόγου σπορᾶς, ὅπως λέει χαρακτηριστικά, δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ ἀλήθειες αὐτὲς νὰ θεωροῦνται ξένες πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη, στὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας ἐκ μέρους τοῦ σαρκωθέντος Λόγου » . Ὁ σπερματικὸς δηλαδὴ Λόγος δὲν ἀναφέρεται στὴ θεολογικὴ δογματικὴ Ἀποκάλυψη, ἔτσι ὅπως αὐτὴ προτυπώθηκε ,,σκιωδῶς,, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ καθαρότερα φανερώθηκε στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ σὲ ,,προπαιδευτικές,, τῆς ὑπερφυσικῆς Ἀποκάλυψης ἀλήθειες (σπαράγματα τῆς Ἀλήθειας). Θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ, ὅτι ὁ Ἰουστίνος ἀλλὰ καὶ οἱ μετέπειτα Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα στὸν κάθε ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα ἢ Πατέρα ὑπάρχει εἰδικὴ βιβλιογραφία γιὰ τὴ σχέση του μὲ τὴ θύραθεν φιλοσοφία, κάνουν σαφῆ διάκριση μεταξὺ ἀρχαιοελληνικῆς θρησκευτικότητας τοῦ πολλοῦ ὄχλου-λαοῦ, τὴν ὁποία ἀπορρίπτουν καὶ ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας τῶν ὀλίγων σοφῶν, τὴν ὁποία ἐπιλεκτικὰ ἀποδέχονται ὡς προπαιδεία τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Ἀποκάλυψης. Ὅλοι λοιπὸν ὅσοι ἔζησαν κατὰ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Λόγου, ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ δέχθηκαν τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἄσαρκου Λόγου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὸ σπερματικὸ θεῖο Λόγο, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς Χριστιανοί, παρόλο ποὺ θεωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς συγχρόνους τους ὡς ἄθεοι. Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος στὴν πρώτη Ἀπολογία του: τὸν Χριστὸν πρωτότοκον τοῦ Θεοῦ ἐδιδάχθημεν καὶ προεμηνύσαμενλόγον ὄντα, οὗ πᾶν γένος ἀνθρώπων μετέσχε καὶ οἱ μετὰ Λόγου βιώσαντες Χριστιανοὶ εἰσι, κὰν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἶον ἐν Ἕλλησι μὲν Σωκράτης καὶ Ἠράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δὲ Ἀβραὰμ καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ καὶ Ἠλίας καὶ ἄλλοι πολλοί, ὧν τὰς πράξεις ἢ τὰ ὀνόματα καταλέγειν μακρὸν εἶναι ἐπιστάμενοι τανὺν παραιτούμεθα. Ὥστε καὶ οἱ προγενόμενοι ἄνευ λόγου βιώσαντες ἄχρηστοι καὶ ἐχθροὶ τῷ Χριστῷ ἤσαν, καὶ φονεῖς τῶν μετὰ λόγου βιούντων, οἱ δὲ μετὰ λόγου βιώσαντες καὶ βιοῦντες χριστιανοὶ καὶ ἄ