Ανθρώπων Έργα Μάιος 2014 | Page 212

15+1 Bloggers γράφουν... Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στο γραφικό καφενείο. Το άρωμα από τις γαρδένιες στα γύρω μπαλκόνια τής θύμισε αμέσως γιατί είχε λατρέψει εξαρχής αυτή την όμορφη γωνιά της πόλης. Η κληματαριά ήταν ακόμα ξερά κλαδιά που απλώνονταν πάνω από τα τραπεζάκια του καφενείου, μα αμέσως την φαντάστηκε σε λίγο καιρό με το πλούσιο ίσκιο της να είναι στόλισμα για το μικρό καφενέ του κυρ Μιχάλη. «Τι να φέρω σήμερα Βάσια μου;», διέκοψε τις σκέψεις της ο κυρ Μιχάλης. «Ένα διπλό ελληνικό. Σε κούπα. Μέτριο αυτή τη φορά, βραστό!» «Να φέρω και το σιροπιαστό που σου άρεσε την άλλη φορά;» «Όχι, ευχαριστώ πολύ. Προσέχω κυρ Μιχάλη μου. Καλοκαίρι έρχεται…» «Πώς κι από τα μέρη μας ξανά; Ραντεβού με τη φιλενάδα σου έχεις;» «Όχι κυρ Μιχάλη. Σήμερα έχω παρέα μου το βιβλίο μου κι απίστευτη όρεξη για διάβασμα έξω στον ήλιο.» «Καλά. Εσάς του πνεύματος ποτέ δεν σας κατάλαβα Βάσια μου. Σήκωσε και τα μάτια από τα βιβλία σου. Φεύγουν τα χρόνια Βάσια μου και τα καλά τα παλικάρια επίσης.... Πάω να φέρω εκείνον τον καφέ. Συχώρα με αν είπα και δυο λέξεις παραπάνω.» 212 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 4 | Μάιος 2014 Μια ιστορία αγάπης Η Βάσια άρχιζε να προβάρει λόγια από μέσα της. Καλά είχε έρθει. Όλα πήγαιναν ρολόι. Αυτή ήταν εκεί. Αυτός; Κι αν ερχόταν και δεν της έδινε σημασία; Αν όλα ήταν στο κεφάλι της; Αν την περνούσε για εύκολη; Αν την περιγελούσε έπειτα; Πόσο τολμηρή είχε γίνει ξαφνικά από την επιτακτική ανάγκη της να τον γνωρίσει καλύτερα. Πέρασε πολλή ώρα. Είχε ήδη βαρεθεί το προβάρισμα με τις ατάκες της, είχε πιει τον καφέ, είχε διαβάσει και τρία κεφάλαια από το διήγημα που είχε κουβαλήσει μαζί της για αντιπερισπασμό. Άδικος κόπος. Ο Στέλιος (έτσι δεν είχε πει το όνομα του παλικαριού ο κυρ Μιχάλης;) δεν είχε φανεί. Απογοήτευση. Το alter ego της είχε δίκιο. Οι προσδοκίες φέρνουν πάντα απογοητεύσεις. Μα πώς την πάτησε έτσι; Θα έβαζε άραγε ποτέ μυαλό; Είχε μεσημεριάσει πια κι η κοιλιά της γουργούριζε... Ζήτησε από τον κυρ Μιχάλη λογαριασμό. Άρχιζε να μαζεύει. Ένα τσιγάρο. Πόσο είχε ανάγκη να ανάψει ένα. Για την απογοήτευση... Το έβγαλε με τρεμάμενα χέρια κι έψαχνε με μανία για τον αναπτήρα της. Τουμπάρισε όλο το περιεχόμενο της τσάντας πάνω στο τραπέζι. Τα πράγματα που κύλησαν βίαια πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι έκαναν θόρυβο. Μα τι διάολο ... Πάντα είχε αναπτήρα μέσα. Και τότε μια φλόγα Μάιος 2014 | Τεύχος 4 | Ανθρώπων Έργα | 213