Ανθρώπων Έργα Μάιος 2014 | Page 206

15+1 Bloggers γράφουν... να κάνει, έπρεπε να φροντίσει και τον πατέρα του. Απ’ αυτόν πήρε και τη δουλειά. Τι θα πάρεις; Να σου φέρω ένα σιροπιαστό;» «Εεεε… όχι, έναν γλυκύ βραστό … Ξέρεις.» «Βρε πάρε ένα του ταψιού σου λέω. Να σου φέρω ένα κανταΐφι;» «Καλά, φέρε.» Ήθελε να τον αποφύγει και να τον διώξει ευγενικά. Τα μάτια της τώρα είχαν καρφωθεί στα δύο πλεχτά καλάθια του Στέλιου. Πριν της το πει ο κυρ Μιχάλης δεν τα είχε προσέξει. Κοιτούσε μονάχα αυτόν επίμονα, χωρίς να μπορεί κι η ίδια να εξηγήσει το γιατί. Εκείνος δεν μπορούσε να την δει μέσα από το παράθυρο που θάμπωνε και αυτό την έκανε να τον περιεργάζεται ακόμα πιο πολύ. Ο Στέλιος είχε βγάλει τον καπνό και τον τύλιγε στο χαρτί. Μια ιεροτελεστία που απολάμβανε κι η ίδια παλιότερα που έκανε στριφτό όταν ήταν φοιτήτρια. Χτύπησε ελαφριά τις τσέπες του μπουφάν του. Μάλλον για αναπτήρα. Δεν βρήκε. Σηκώθηκε κι έψαχνε στις τσέπες του τζιν. Ούτε. «Θες ν’ ανάψεις;» Γύρισε και την είδε να του δίνει τον πορτοκαλί 206 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 4 | Μάιος 2014 Μια ιστορία αγάπης της αναπτήρα. «Ναι, ευχαριστώ», της είπε ανάβοντας. Τράβηξε μια γερή τζούρα και έβγαλε τον καπνό. «Ευχαριστώ και πάλι» κι έκανε να της τον δώσει. «Κράτησέ τον, θα σου χρειαστεί. Έχω κι άλλον.» «Καλά. Ευχαριστώ. Τα λέμε», της είπε σηκώνοντας τα δυο καλάθια του. «Θα κάτσεις έξω;» «Ε; Τι πράγμα;» «Λέω, θα καθίσεις έξω; Πού να σου φέρω τον καφέ και το κανταΐφι;» «Όχι! Μέσα. Εεεε… θα καθίσω μέσα. Έβγαλε και ψύχρα…» Δεν ήταν σαν κι αυτούς που είχε γνωρίσει. Χωρίς σκουλαρίκια, χωρίς τσαχπινιές, χωρίς ψευτοαντριλίκια. Αγωνιστής κι άντρας. Θα ξαναπήγαινε. Ναι, ήταν σίγουρη. Θα ξαναπήγαινε. Είναι ο δρόμος του. Ο κυρ Μιχάλης τον γνώριζε καλά. Είχαν κουβεντιάσει. Είχε ξανακαθίσει σε αυτές τις καρέκλες. Θα ξαναπήγαινε. Ένιωσε πάλι αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα. Κάτι μέσα της έλεγε πως αυτή τη φορά δεν έκανε λάθος. Έξω είχε αρχίσει να ψιχαλίζει... Μάιος 2014 | Τεύχος 4 | Ανθρώπων Έργα | 207