Ανθρώπων Έργα Μάιος 2014 | Page 178

Ανθρώπων Έργα Ο Νικόλας και η Παραμυθοχώρα γράφει ο Νεκτάριος Μπουτεράκος «… κι αυτοί ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα!!», είπε η μητέρα του μικρού Νικόλα και του τσίμπησε τη μικρή του μύτη. «Μαμά! Που είναι αυτή η χώρα των παραμυθιών; Τόσα βιβλία μου έχεις διαβάσει με βουνά, πεδιάδες, δάση, τεράστια παλάτια, μικρά ξύλινα σπίτια. Που είναι όλα αυτά; Θα πάμε να τα δούμε;», ρώτησε με έκδηλη την περιέργεια στα μικρά γαλάζια ματάκια του. «Η χώρα αυτή Νικόλα έχει εξαφανιστεί! Υπήρχε κάπου μεταξύ του ξύπνιου και του ύπνου μας. Όταν τα χρόνια τα παλιά ήταν πιο αγνά, μπορούσαμε να μπούμε ελεύθερα στη χώρα αυτή και να ταξιδέψουμε μαζί με τους ήρωες της, φτιάχνοντας το δικό μας παραμύθι. Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Κανείς δεν πιστεύει στα παραμύθια και η Παραμυθοχώρα έχει χαθεί!», είπε η μητέρα 178 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 4 | Μάιος 2014 Ανθρώπων Έργα του λυπημένη. «Εγώ πιστεύω στην Παραμυθοχώρα και θα τη βρω!», είπε χαρούμενος ο μικρός Νικόλας, ενώ τα ματάκια του έκλειναν από τη νύστα. Η μητέρα του έσκυψε, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας το φως. Όταν άνοιξε τα μάτια του, τίποτα δεν θύμιζε το δωμάτιό του. Ήταν ακόμα σκοτεινά, μα μπορούσε να δει τα τεράστια δέντρα μπροστά του, να μυρίσει το χορτάρι και τα φύλλα που ήταν πεσμένα γύρω του. Σηκώθηκε απότομα. Δεν φορούσε τις πυτζάμες του, αλλά ένα παντελονάκι μέχρι το γόνατο, το οποίο στήριζαν τιράντες, ένα πουκάμισο καρό, δύο κάλτσες ψηλές που αγωνίζονταν να φτάσουν το κοντό παντελόνι και δύο παπούτσια χοντρά δεμένα καλά με τα πλατιά κορδόνια τους. Στο κεφάλι μια τραγιάσκα που την είχε λίγο στραβά στο πλάι. Κοίταξε τα χέρια του. Δεν έμοιαζαν φυσικά, αλλά σαν κάποιος να τα είχε ζωγραφίσει. Το ίδιο και το υπόλοιπο σώμα του, καθώς και τα ρούχα του. Βρισκόταν στην Παραμυθοχώρα κι ας ήταν 2014. Τα είχε καταφέρει. Ήταν σίγουρος πως ήταν αυτή. Μάιος 2014 | Τεύχος 4 | Ανθρώπων Έργα | 179