Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 352

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα που πατήσανε το πόδι τους στη γειτονιά. Αυτός βέβαια δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Τι να πει στην γυναίκα του εξάλλου, την οποία πάντα είχε “κορώνα στο κεφάλι του”, όπως συνήθιζε να λέει. Κρατούσε το στόμα του κλειστό, αλλά κάθε φορά που η ξένη ερχόταν στο μαγαζάκι του, όλο και κάτι θα την κερνούσε στην προσπάθειά του να την εντυπωσιάσει. Ποτέ δεν καταδεχόταν τα κεράσματά του η νεαρή γυναίκα, γεγονός που στενοχωρούσε τον Γιώργο, ο οποίος επιθυμούσε μόνο να είναι ευγενικός, όπως ισχυρίστηκε στην γυναίκα του, όταν καλοθελητές της σφύριξαν τα νέα για τα καμώματα του συζύγου της. Μπορούσε στ’αλήθεια κανείς να τον κατηγορήσει επειδή προσπαθούσε να είναι ευγενικός με τους ξένους; να το προσέξει, πόσο μάλλον για να με πιέσει. Οι αναθυμιάσεις από την εικονική πραγματικότητα που περιγράφονταν στις σελίδες τους, μου εξασφάλισαν για λίγο την χαμένη αίσθηση της μονιμότητας που τόσο μου έλειπε. Όσο τα χάζευα και ξεχνιόμουν στις πολύχρωμες σελίδες, όλα κυλούσαν πάλι όμορφα και φυσιολογικά. Ο μπαμπάς ήταν στην κουζίνα και με περίμενε να εμφανιστώ για να μοιραστούμε το βραδινό φαγητό. Μετά από μερικές μέρες επιβεβαιώθηκε από τον ιατροδικαστή ότι ο μπαμπάς δεν έφυγε μόνος του από την ζωή, αλλά πως κάποιος τον βοήθησε. Ο πατέρας μου είχε δολοφονηθεί, αλλά ο ένοχος δεν βρέθηκε. Το απέδωσαν, απ’όσο θυμάμαι, σε “ξεκαθάρισμα λογαριασμών”. Η μαμά βέβαια επέμενε ότι ο μπαμπάς δεν είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με κανένα. Αντιθέτως, έβαζε πάντα τα δυνατά του για να πληρώνει όλους τους λογαριασμούς στην ώρα τους. Τους πρώτους δυο μήνες μετά τον θάνατό του, τους πέρασα ξεφυλλίζοντας περιοδικά. Στο σχολείο δεν είχα διάθεση να πάω κι η μαμά ήταν πολύ απασχολημένη με την επιβίωσή μας για 352 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Λίγο λίγο, συνήθισα τελικά την απουσία του και ξεμύτισα από το σπίτι. Το είχα πάρει απόφαση ότι δεν θα έβλεπα ξανά τον μπαμπά μου, όχι τουλάχιστον σε τούτο τον κόσμο. Αλλά ήμουν σίγουρος πως κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε, εκεί που βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, όταν εγκαταλείψουν τη ζωή όπως την γνωρίζουμε. Αποδέχτηκα το γεγονός ότι ο μπαμπάς μου αποτελούσε ακόμα μια περίπτωση τυχαίου θανάτου, που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ή με κάποιον τρόπο να αποτρέψει. Ο Γιώργος διατηρούσε ένα μαγαζάκι με ψιλικά λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Τους καλούς καιρούς τα λεφτά έφταναν και περίσσευαν κιόλας. Δεν είχε τίποτα να χωρίσει με τους ξένους, ίσα ίσα που τους συμπαθούσε κιόλας. Ήταν οι καλύτεροι πελάτες, από τότε που η γειτονιά γέμισε με αλλοδαπούς. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τον άντρα της ποτέ δεν τον συμπάθησε. Ιούνιος 2015 | Τεύχος 7 | Ανθρώπων Έργα 353