Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 290

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα του πάνω μου. “Θέλεις να πετάξεις ε; Να γεμίσεις το κεφάλι σου και να αδειάσεις τις δικιές μας τσέπες! Μου τα πρόφτασαν ότι σε δασκαλεύουν εδώ και καιρό.”, μου είπε ενώ τα μάτια του ματώνονταν, τόσο από την ένταση όσο και από το μεθύσι. “Όχι πατέρα. Θέλω απλά να βοηθήσω.”, τόλμησα να ψιθυρίσω εγώ. “Βούλωσε το. Το ξέρω πως θες να φύγεις. Νομίζεις πως εγώ αν μπορούσα δεν θα έφευγα; Δεν θα σε παρατούσα και σένα και αυτή εδώ την βρωμιάρα;”, γύρισε προς την μητέρα μου και έφτυσε στο πάτωμα. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για μένα. “Φύγε. Άλλωστε η οικογένεια από εμένα συντηρείται πια.”, του απάντησα με επιτακτικό θράσος. “Βρε ρεμάλι!”, ρίχτηκε καταπάνω μου για να μου σερβίρει ακόμα ένα χαστούκι. και την αναπάντεχη δυστυχία. Γύρισα στον πατέρα μου. Με κοιτούσε εμβρόντητος. “Φύγε...”, ψέλλισα πίσω από τα σφιγμένα δόντια μου και εκείνος έτρεξε προς την πόρτα. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί ποτέ δεν θα μπορέσω να πετάξω;” “Τώρα καταλαβαίνω γιατί μου είπες ότι ο παππούς πέθανε στον πόλεμο.” “Για τον ίδιο λόγο άφησα όλες μου τις προσδοκίες από την ζωή, εγκατέλειψα κάθε προσωπική απολαβή και τα χάρισα όλα στην γυναίκα και τα παιδιά μου. Γιατί ήθελα να είμαι ότι δεν ήταν εκείνος, να γίνω όσα εκείνος ισχυριζόταν πως έγινε, αλλά ποτέ δεν άγγιξε.”, τα μάτια του υγράνθηκαν ξανά. “Ησύχασε πατέρα, θα σε ακούσουν.”, τελείωσα την συζήτηση μας απότομα εγώ. Τότε ήταν που η μητέρα μου μπήκε στην μέση για να με προστατεύσει από εκείνον και δέχτηκε όλη του την δύναμη. Το πρόσωπο της στράφηκε με το άγγιγμα του προς τα δεξιά και πέφτοντας ο σβέρκος της συνάντησε την γωνία του τραπεζιού. Το μόνο που θυμάμαι είναι μια στιγμή σιωπής και ακινησίας και έπειτα την μητέρα μου κατάκοιτη, κρύα και ανέκφραστη. Δεν έκλαψα, ούτε δάκρυ δεν εμφανίστηκε στα τσίνορα μου. Όλοι οι μύες του προσώπου μου ήταν τσιτωμένοι από το νεύρο 290 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Παρόλο που έχουν περάσει χρόνια και ο πατέρας μου έχει φύγει από την ζωή, ακόμα μνημονεύω τις συζητήσεις εκείνες που ξεκινούσαν με την καίρια ερώτηση “Θέλεις να πετάξεις;”. Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω γιατί ο πατέρας μου ήθελε τόσο πολύ να γίνω εγώ όσα δεν έγινε αυτός, όταν όλα όσα τον χαρακτήριζαν ήταν για μένα αξιοθαύμαστα. Βέβαια με τον ίδιο τρόπο ήταν και για αυτόν αξιοσέβαστος ο πατέρας του και ίσως φοβόταν πως εγώ ποτέ δεν τον αμφισβήτησα. Κατέληξα τελικά πως ο παππούς μου χάραξε την ανθρωπιά Ιούνιος 2015 | Τεύχος 7 | Ανθρώπων Έργα 291