Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 276

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα ‘’Θες να πετάξεις γιε μου;”, ήρθε η δεύτερη ερώτηση ένα χρόνο πριν ενηλικιωθώ. Καθόμασταν δίπλα στο τζάκι, μια μέρα πριν τα δέκατα έβδομα μου γενέθλια, όταν από την απόλυτη σιγή και τα τσαλίμια της φλόγας ξεπήδησε η καίρια ερώτηση του. “Θέλω πατέρα. Θέλω να πετάξω για να γνωρίσω τον κόσμο από ψηλά.”, του απάντησα με σθένος. “Είσαι σίγουρος πως θες να γνωρίσεις τον κόσμο από μια τόσο μεγάλη απόσταση;”, με ρώτησε αινιγματικά. Εγώ για λίγο δίστασα, σταγόνες ιδρώτα περιέλουσαν το μέτωπο μου και αναρωτιόμουν αν ήταν από την ζέστη που διέδιδε το τζάκι ή από τον εγκεφαλικό καύσο που μου είχε δημιουργήσει η συζήτηση με τον πατέρα μου. “Τα φτερά μου θα τα χρησιμοποιήσω για να πετάξω από μέρος σε μέρος, όχι για να περιπλανιέμαι άσκοπα πάνω από τον κόσμο χάνοντας τις εξελίξεις, αγνοώντας τα γεγονότα που συμβαίνουν εδώ κάτω.”, ικανοποιημένος από τα λόγια μου για λιγάκι ηρέμησα μα ο πατέρας μου ήταν ο πλάστης αυτού του δυστοπικού παιχνιδιού και ήξερε να βρίσκει πάντα κάτι στραβό σε κάθε μου απάντηση. “Οι αέρηδες βουλώνουν εύκολα τα αυτιά, θολώνουν τα μάτια, αποτρελαίνουν με τον ήχο τους το μυαλό και ο ταξιδιώτης συχνά ξεχνά από που ξεκίνησε και για που κινάει. Εσύ από που ξεκίνησες και για που κινάς γιε μου;”, η φωνή του έγινε βραχνή, σχεδόν αγνώριστη σε μένα. Φούσκωσα αργά τα πνευμόνια μου αέρα, καθώς έστηνα την απάντηση μέσα στο κεφάλι μου με την μεγαλύτερη δυνατή ευρεσιτεχνία για το νεαρό της ηλικίας μου. “Ξεκίνησα από το ταπεινό μου σπίτι και κινάω να δω ανθρώπους, κουλτούρες, πολιτισμούς μα τελικά στο σπίτι μου ξανά σκοπεύω να γυρίσω. Εσύ από που ξεκίνησες και για που κινάς πατέρα;”, τόλμησα να τον ρωτήσω πρώτη φορά εγώ. Ένα τσιτωμένο χαμόγελο χαράχτηκε με ανακριβείς αναλογίες πάνω στο 276 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Ιούνιος 2015 | Τεύχος 7 | Ανθρώπων Έργα 277