Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 274

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα – Τα μεζεδάκια θ’ ανάψουν στην κουζίνα! Κατά τις εννιά συναντήθηκα με την κοπέλα μου στο Μοναστηράκι μπροστά στο τούρκικο τζαμί. – Απόψε που θα το τσικνίσουμε, τη ρώτησα κι αυτή με φίλησε στα χείλη. – Θαρρώ με εμπιστεύεσαι, μου είπε γλυκά και με τράβηξε από το χέρι παρασύροντάς με προς τους Αέρηδες. Ανηφορήσαμε αμίλητοι χέρι–χέρι, ανεβήκαμε μερικά σκαλιά σ’ ένα στενό σοκάκι και σταματήσαμε μπροστά σε ένα κεφαλόσκαλο. – Εδώ είμαστε, μου είπε, έχω κρατήσει και τραπέζι και με κοίταξε γλυκά στα μάτια. Γιασεμί και νυχτολούλουδα στόλιζαν την είσοδο. – Καλώς τα παιδιά, περάστε, περάστε, μας καλοδέχτηκε ένας μεσόκοπος γκριζομάλλης ταβερνιάρης. – Έχω κάνει κράτηση, του είπε η κοπέλα μου και το όνομα της. Αλκμήνη. Ο ταβερνιάρης ταράχτηκε, δίχως όμως να μας το δείξει, χαμογέλασε αμυδρά και μας πήγε στο γωνιακό τραπεζάκι δίπλα από το παράθυρο του δρόμου. Ένας ασπρόμαυρος γάτος έξω νιαούριζε θλιμμένα. – Τι θα μας φέρεις, τον ρώτησα ψάχνοντας να βρω επάνω του, αν μου θύμιζε κάτι από το παρελθόν. – Μεζέδες της επιλογής μου και κρασί–αγίασμα από τα αμπέλια του Μάρκου. Έβαλε μολύβι και τεφτέρι στη μισολερωμένη του ποδιά και χάθηκε μαζί της πίσω από τη μικρή κουζίνα του. Μείναμε δυο μας και θελήσαμε να χαρούμε λίγο τον έρωτά μας. Με φίλησε στα χείλη και μου είπε γλαρά: – Κοίταξε λίγο πίσω στα βαρέλια. Μια σειρά από ξύλινα, ξεθωριασμένα βαρέλια ήταν παραταγμένα σαν στρατιωτάκια στον απέναντι τοίχο, το καθένα με το δικό του διαφορετικό κρασί και μια φωτογραφία στη μέση, που έδειχνε κάποιον να ταΐζει περιστέρια. – Ήρθε και το αγίασμα του Μάρκου. – Ποιος είναι αυτός στη φωτογραφία πάνω στα βαρέλια, τον ρώτησε αθώα η Αλκμήνη. Ο κάπελας ξεροκατάπιε και σίγουρος, πως δεν έκανε λάθος, απάντησε. – Ο θετός μου πατέρας, θα σας πω την ιστορία του, αν θέλετε, σαν σας φέρω και τα μεζεδάκια. Σηκώθηκε, μάζεψε το διπλανό τραπέζι και γύρισε με μια πιατέλα με διάφορα κοψίδια. Έβγαλε από την ποδιά του ένα καθαρό ποτήρι και το γέμισε με το αγίασμα. Τσουγκρίσαμε για την ημέρα, είπαμε χρόνια πολλά και άρχισε τότε να μας διηγείται την ιστορία του πατέρα του. – Αλκμήνη, είπαμε σε λένε. Η ιστορία, λοιπόν παιδιά, αρχίζει τέτοιες μέρες πάλι, ένα βράδυ μιας κρύας και μασκαρεμένης νύχτας. 274 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 6 | Απρίλιος 2015 Απρίλιος 2015 | Τεύχος 6 | Ανθρώπων Έργα | 275