Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 262

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα εβδομήντα– τον πλησίασε, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε: – Κάθισε παλικάρι μου όπου θες, όλα τα τραπέζια είναι δικά σου! Το χνώτο του μύριζε και πριν προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, ο Μάρκος συνέχισε στο ίδιο τέμπο: – O Βάγγος σ’ έστειλε; Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δίχως να το καταλάβει κι ο κάπελας του σφύριξε στο αυτί σαν οχιά. – Κρασάκι; Κάθισε στο γωνιακό κι απόμερο τραπεζάκι δίπλα από το παράθυρο και σκεφτόταν, τι να παραγγείλει. Λες και κατάλαβε τη σκέψη του ο ταβερνιάρης, του χαμογέλασε. Τα μαυρισμένα δόντια του τού έφεραν μιαν κάποια απέχθεια και πριν του απαντήσει, είπε: – Θα σου φέρω εγώ κι αν δεν μείνεις ευχαριστημένος, δε θα με πληρώσεις και γύρισε την πλάτη του προς την κουζίνα. Η ματιά του Άϊκον περιπλανήθηκε μέσα στην ταβέρνα, λες και έψαχνε να βρει κάτι που είχε χάσει, ή σαν να ζητούσε κομμάτια του παρελθόντος του κρυμμένα πίσω από τις κάνουλες των βαρελιών, που στόλιζαν τη μια πλευρά του τοίχου. Ξανάκουσε το νιαούρισμα του γάτου και έστρεψε προς αυτόν την προσοχή του. Είχε κουλουριαστεί παράμερα πάνω σε μια τσαλακωμένη εφημερίδα και μασουλούσε κάτι απομεινάρια φαγητού, που είχε ξεκλέψει από το διπλανό τραπέζι. Έσκυψε να του χαϊδέψει το χνουδωτό, ασπρόμαυρο τρίχωμά του και τότε είδε το τρίστηλο άρθρο της *