Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 37

20 . 1ο βραβείο : Μακρύς ο δρόμος για το σπίτι , Νίκη Γυμνάου , 3ο ΓΕΛ Χαϊδαρίου
« Όχι δωμάτιο . Όχι διαμέρισμα . Όχι το σπίτι του άνδρα . Ούτε της οικογένειας . Ένα σπίτι δικό μου … Τίποτα το ιδιαίτερο … Μόνο ένα σπίτι ήσυχο σαν το χιόνι , ένα χώρο για μένα , καθαρό σαν το χαρτί πριν το ποίημα » Sandra Cisneros « Όχι δωμάτιο . Όχι διαμέρισμα . Όχι το σπίτι του άνδρα . Ούτε της οικογένειας . Ένα σπίτι δικό μου …». Ένα σπίτι θέλω όπου εκεί ο άνεμος θα χαϊδεύει τα φύλλα της μηλιάς . Και η πηγή του γήρατος δε θα σβήνει τη φωτιά της νιότης . Αυτό θέλω . μια φωτιά και ένα χάδι . Η νιότη περνά . πετά και χάνεται και πίσω της μένουν απορίες , που ψάχνουν απάντηση , λύτρωση και αποδοχή . Τώρα τι γίνεται ; Δε θα με φιλάει πια η ελπίδα ; Ψεύτική μου νιότη . έαρ τι θα γίνει αν σαν χάσω ; Δε θέλω ένα δωμάτιο , γιατί τώρα πια τίποτα δε με κρατάει πίσω . Τέσσερις τοίχοι και ένα παράθυρο , μια πόρτα και ένα κρεβάτι . Δε θέλω ένα διαμέρισμα , γιατί είναι πολλοί τοίχοι μαζί , πολλά παράθυρα , πολλές πόρτες , πολλά κρεβάτια . Δε θέλω το σπίτι κανενός άνδρα ή της οικογένειας . Θέλω μόνο το δικό μου … ΑΝΤΙΟ Με λένε Λυδία και άφησα τη νιότη να φύγει μέσα από τα χέρια μου . Την κοιτούσα να φεύγει , δίχως να μπορώ και να θέλω να της φωνάξω να μείνει . Και τώρα αναρωτιέμαι . είναι αργά ; Στα δεκαεπτά μου , οι γονείς μου πέθαναν σε τροχαίο και εγώ έμεινα στο σπίτι της γιαγιάς . Δε την αγαπούσα αυτή τη γυναίκα , δε με ένοιαζε να την αγαπήσω . Μου θύμιζε τη γυναίκα που με έφερε στη ζωή . Εκείνη με έφερε και εκείνη ήταν που καθημερινά μου τη στερούσε . Έπινε και κάπνιζε . Έβριζε και έπεφτε στο πάτωμα , λιώμα από το ποτό . Συνεχώς μου έλεγε το πόσο της μοιάζω και πως θα γίνω σαν κι αυτή . « Ό , τι κοροϊδεύεις , το λούζεσαι », έτσι έλεγε . Εγώ δεν τη πίστεψα . Όταν πέθανε χάρηκα , έκλαψα από τη χαρά μου . Μα τα δάκρυά μου , τα πήρε η λύπη και τα κράτησε σφιχτά . Δεν πέθανε μόνο εκείνη , αλλά και ο πατέρας μου . Τον λάτρευα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και με αγαπούσε ως ό , τι πιο ιερό υπήρχε στη γη . Το μόνο που ήθελα ήταν να πεθάνω , να ανοίξω τον τάφο του και να μπω και εγώ μαζί του . Τον έχασα και χάθηκα μαζί του κι εγώ . Άρχισα να πίνω . Ναι !! Της έμοιαζα . Μια νύχτα ήπια πολύ και βγήκα στο δρόμο . Έπεσα στο πρώτο αυτοκίνητο που είδα μπρος μου . Τα κόκκινα μαλλιά μου , έγιναν πιο κόκκινα από ποτέ . Δεκατρία χρόνια σε άγρυπνο κώμα . Έβλεπα και άκουγα , καταλάβαινα μα δε μιλούσα . Μια μέρα ο κόσμος μου πήρε φωνή . Η γιαγιά μου δεν ήρθε στο νοσοκομείο , είχε πεθάνει . Το έμαθα από τα μισόλογα των νοσοκόμων . Η φωνή μου φόρεσε τα αθλητικά της παπούτσια και
37