Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 29

απογοητεύεται. Συμπλήρωνε σχεδόν μια βδομάδα νηστικός. Αποφάσισε να ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων του: έπρεπε να φύγει από τη χώρα την ίδια κιόλας μέρα! Έφυγε από τον καταυλισμό και πήγε στους γύρω δρόμους και στα χωριά. Πήρε ένα ξύλο, σαν μπαστούνι, να τον βοηθά στο περπάτημα. Κάθε βήμα πλέον, γινόταν με δυσκολία. Η ζάλη από την εξάντληση κόντευε να τον ρίξει κάτω. Η σκέψη και μόνο, όμως, πως δεν θα δει τα παιδιά του, τον έκανε να γίνεται θεριό. Ξαφνικά, μέσα στην απέραντη ησυχία, άκουσε έναν ήχο. Στα δικά του αυτιά ήταν ένα σάλπισμα αγγέλου στην είσοδο του Παραδείσου. Μόνο που η είσοδος είχε ράγες και βαγόνια και ο Παράδεισος είχε Γερμανική Σημαία. Ναι! Καλά άκουσε! Το σάλπισμα ήταν η κόρνα ενός τρένου που πήγαινε στο εξωτερικό. Ο Γιάννης πλησίασε το τρένο και περίμενε την κατάλληλη στιγμή! Όταν ερχόταν το τελευταίο βαγόνι, πήδηξε και γραπώθηκε. Η ελευθερία ήταν δική του! Σε λίγο, πέρασαν μπροστά από τον καταυλισμό. Εκεί είδε τη Φατμέ να πιάνεται στα χέρια με δύο λαθρέμπορους, προφανώς για λεφτά. Ο Γιάννης το κατάλαβε και ακαριαία, χωρίς καν να το σκεφτεί, πέταξε τον χρυσό βαφτιστικό του σταυρό στη Φατμέ φωνάζοντας, «Ευχαριστώ». Το τελευταίο του κειμήλιο ήταν, όμως πήγε για καλό σκοπό… Σε λίγες μέρες είδε μία ταμπέλα να γράφει επάνω «München» (Μόναχο). Ο κόμπος που είχε τόσα χρόνια στο στομάχι του, λύθηκε! Ένιωσε ότι δεν του μένει πολύς χρόνος. Είδε στον ουρανό δύο γλάρους. «Πείτε στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ», φώναξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει στα γλαροπούλια. Αναστέναξε μια τελευταία φορά και ύστερα ησύχασε και κοιμήθηκε ήρεμος για πρώτη φορά μετά από χρόνια… για πάντα! Λιχαδονήσια 29