Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 25

10. 2ο βραβείο: Ο τέταρτος Μάης, Δημήτριος Ράπτης, Αυγουλέα-Λιναρδάτου Το πανέμορφο νεοκλασικό του στην Πλάκα… με τη μεγάλη μαρμάρινη είσοδο, το μωσαϊκό στο πάτωμα και τον κρυστάλλινο πολυέλαιο στο ολόχρυσο ταβάνι, με το τεράστιο σαλόνι του και τις παλιές πολυθρόνες. Κι ύστερα, όταν άνοιγες τη μεγάλη ξύλινη μπαλκονόπορτα, στο πάνω πάτωμα, όλη η Πλάκα στα πόδια σου. Τα μικρά κόκκινα κυκλάμινα πάντα στη θέση τους, πλάι στην ψάθινη καρέκλα. Εκεί, ένας ζεστός καφές τον πρόσμενε μαζί με το γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι, που ταξίδευε μέσα από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, τους φούρνους των Αναφιώτικων για να καταλήξει στο πρόσωπό του και να του ψιθυρίσει: «Καλημέρα…». Ώσπου ξαφνικά, ένα αυτοκίνητο πέρασε με φόρα στα λασπόνερα της χθεσινής καταιγίδας και κατάβρεξε τον άτυχο Γιάννη. Ο Γιάννης ξύπνησε και έχασε το σπίτι των ονείρων του, γιατί η αυγή είναι ο δολοφόνος κάθε γλυκού ονείρου. Μάης του 2016 λοιπόν! Ο Γιάννης δεν θυμάται τι μέρα είναι. Το μόνο που θυμάται εδώ και τέσσερα χρόνια είναι πως πρέπει να ψάξει να φάει κάτι. Έτριψε με τα βρώμικα χέρια του τα μάτια και σηκώθηκε. Φόρεσε τον βαφτιστικό του σταυρό, το μόνο από τα παλιά του υπάρχοντα που δεν καταδέχτηκε να αποχωριστεί. Είδε ότι αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι της Πλάκας, το μικρό του παλατάκι, όπως το έλεγε, ήταν ακόμη ερείπιο… Όλα όσα είδε, ήταν για μια ακόμη φορά ένα όνειρο. Ο Γιάννης βάζει τα κλάματα, αλλά δεν έχει πια κανέναν για να παραπονεθεί. Είναι μόνος του. Χωρίς οικογένεια, χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά. Τα έχασε όλα πριν τέσσερα χρόνια και η ζωή τον πέταξε χειρότερα και από σκυλί στον δρόμο, με ένα οδυνηρό διαζύγιο και μια πτωχευμένη επιχείρηση. «Τουλάχιστον δώστε ένα πιάτο φαί στα παιδιά μου», είπε στο δικαστήριο εκείνη τη μέρα του 2012 κι ύστερα βγήκε στη ζητιανιά. Να καταφέρει να κρατηθεί, να μην πεθάνει. Να καταφέρει μια μέρα να δει τη Ναστάζια και τον Κώστα να παίρνουν το πτυχίο τους. Δεν ήθελε τίποτε άλλο… Σταδίου, Σύνταγμα, Πλάκα, Πανεπιστημίου, Πλατεία Βάθης, Πλατεία Κοτζιά και ξανά από την αρχή. Γύρναγε πόρτα-πόρτα τα σπίτια, παρακαλούσε για έλεος Κυρίου. Κάθε Κυριακή απαραιτήτως στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στην Πλάκα. Προσευχόταν μόνος του, πίσω-πίσω, να μην τον βλέπουν και τρομάζουν, για λίγο φαί. Αυτά συλλογιζόταν, καθώς έβγαινε σιγά σιγά από το ερείπιο- το παλατάκι του- και τραβούσε για τη βιοπάλη. Πήγε πρώτα στην Ομόνοια και κάθισε μαζί με άλλους και παρακαλούσε για λίγο ψωμί. Εκεί ήταν που ξάφνου νόμισε πως οι προσευχές του εισακούστηκαν. Άκουσε 25