Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 145

145
ευτυχία . Ο βασιλιάς ήλιος τούς είχε ξαναχαρίσει την ελευθερία τους και είχαν στήσει χορό . Έτσι κι εγώ . Χαμογελούσα . Είχα φορέσει το πιο λαμπερό μου χαμόγελο , αλλά δεν ήξερα γιατί . Έτσι μου είπε η μαμά . « Σήμερα είναι η μέρα » ψιθύρισε , όμως εγώ δεν την καταλάβαινα . Άρχισα να περιπλανιέμαι στους δρόμους της πόλης . Χάζευα τους ανθρώπους που χόρευαν όλοι σε ζευγάρια . Πού είναι το ζευγάρι μου ; Γιατί δεν χορεύω ; Το μυαλό μου είχε πλημμυρίσει από απορίες που μόνο εγώ μπορούσα να απαντήσω . Καθώς περπατούσα και συλλογιζόμουν , σκόνταψα σε μια πέτρα και έπεσα . Όταν πήγα να σηκωθώ , είδα ένα χέρι να έχει τεντωθεί με πρόθεση να με βοηθήσει . Σήκωσα το βλέμμα μου ήρεμα και αντίκρισα μια εντυπωσιακή μορφή . Ήταν ένα πανέμορφο ψηλό αγόρι με χρυσαφένια μαλλιά και μπλε μάτια , που θα νόμιζε κανείς ότι έκρυβαν μέσα τους όλους τους ωκεανούς και τις θάλασσες . Άρχισα να ζαλίζομαι , είχα γραπωθεί από το χέρι του . Χωρίς να το αντιληφθώ ένιωθα ασφαλής . Δεν μου είπε το όνομά του , δεν με ενδιέφερε να το μάθω , ήθελα απλά να το κρατώ . Τα χέρια μας είχαν κλειδωθεί μαζί . Αρχίσαμε να περπατάμε με αργά και σταθερά βήματα . Ο χρόνος στο μυαλό μου είχε σταματήσει και ο κόσμος γύρω μου είχε πάψει να προχωρά . Υπήρχαμε μόνο εμείς οι δυο και το πλατύ χαμόγελό μου , που τώρα πια είχε αποκτήσει σκοπό . « Σε κρατάω » μου είπε . Μόνο αυτές οι δυο λέξεις είχαν την ικανότητα να με κάνουν να πετάξω , μου έδωσαν την ώθηση να πάω ψηλά ως τα αστέρια . Έφτασα μέχρι το διάστημα , όμως , δεν μπορούσα να πάρω ανάσα . Έφτασα μέχρι τον ήλιο και κάηκα . Άρχισα να πέφτω και τα αστέρια αντί να με βοηθήσουν γελούσαν . Μαζί μου έπεφτε και η καρδιά μου αλλά με περισσότερη δύναμη . Φοβόμουν . Φώναζα πολύ δυνατά , κανείς όμως δεν με άκουγε . Οι άνθρωποι επέστρεφαν στις φυλακές τους και τα ροδοπέταλα γίνονταν άσχημα , πολύ άσχημα . Ήθελα να ουρλιάξω το όνομά του , αλλά δεν το ήξερα , δεν μου το είχε πει ποτέ . Τον έβλεπα από μακριά . Οι θάλασσες των ματιών του είχαν στερέψει και τα χρυσά μαλλιά του είχαν γίνει σιδερένια . Έβρεχε , έβρεχε δυνατά και εγώ ακόμα έπεφτα . Έκλεισα τα μάτια μου . Αμέσως σταμάτησα να πέφτω , ήμουν στον δρόμο αναίσθητη και ευχόμουν να εμφανιστεί το χέρι του και να με ξανασηκώσει . Δεν ήταν εκεί να με κρατάει όπως μου είχε πει . Ήμουν μόνη , δεν είχα ζευγάρι για να χορέψω . Η μόνη συντροφιά που μου είχε απομείνει ήταν η βροχή και τα δάκρυά μου .