Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 52

« Κην σε ξεγελάει η ομορφιά του », είπε βλέποντας τον εντυπωσιασμό στα μάτια μου . « Σράγκο δεν έχω να το συντηρήσω . Ε μισή σύνταξη καθησυχάζει κάθε μήνα το σαράκι που „ χω μέσα μου και με την άλλη μισή ζούμε εγώ και η γυναίκα μου η Ιεμονιά ». Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου , μα δεν ξεστόμισα κουβέντα . ταν η γυναίκα του με είδε να μπαίνω στο σπίτι , περιεργάστηκε με περιφρόνηση το σουλούπι μου από την κορυφή ως τα νύχια . Έκανα πως δεν αντιλήφθηκα τον τρόπο που με κοίταξε . Ε Ιεμονιά ήταν ήρεμος και σιωπηλός άνθρωπος . λα ετούτα τα χρόνια πάλευε μόνη της να συντηρήσει το σπίτι και να κουμαντάρει έναν άνθρωπο που έπασχε από τη μεγαλομανία του και τον εθισμό του στην καλοπέραση . Γκείνη με οδήγησε σε ένα αδειανό δωμάτιο , μου έδωσε στρωσίδια , την καληνύχτισα κι έφυγε .
Ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι με ταλαιπωρούσε . Βεν είχα ύπνο . Άνοιξα το μεγάλο παράθυρο του δωματίου και άναψα ένα τσιγάρο . Γίχε ωραία βραδιά . Ρο φως του φεγγαριού έλουζε τα βράχια της Ώκρόπολης και τα έκανε να φαντάζουν θεόρατα . Ώκούμπησα στο περβάζι του παραθύρου και παρατηρούσα τους τουρίστες που διάβαιναν τον πλακόστρωτο δρόμο . Άθελά μου παραδόθηκα στην κούρασή μου και αποκοιμήθηκα . Ξαράξενο πράγμα είναι ο άτιμος ο ύπνος . Άλλοτε σε κάνει να θυμάσαι τις όμορφες στιγμές της ζωής σου κι άλλοτε σε φέρνει αντιμέτωπο με τις πιο σκοτεινές πτυχές του εαυτού σου . Γκείνη τη νύχτα θαρρώ πως ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο . Θάθε λιμάνι που περπάτησα στη ζωή μου πέρασε έξω από εκείνο το παράθυρο , κάτω από τα βαριά μου ματόκλαδα . Ξερπάτησα στις μεγάλες αγορές της Θωνσταντινούπολης , γεύτηκα τα μπαχαρικά της Ώνατολής , χόρεψα πλάι στις αραπίνες του νότου , βρέθηκα στο Πινικό Ρείχος και γλέντησα με δέκα ξυπόλητους , Ηνδούς εργάτες στο κατάστρωμα , μια ξάστερη νύχτα . μως απάνω στο ποτό και στο τραγούδι ξεπρόβαλε από το αμπάρι ένας άνθρωπος ξανθός και έφερε μαζί του ένα νέφος καπνού από τσιγάρα . Θοίταξα γύρω μου ψάχνοντας για τους εργάτες , αλλά εκείνοι
52