Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 49

θαρρούσα πως έμπαινα σε ένα κινούμενο τρένο , που κάθε βαγόνι του το γέμιζε και από ένα συναίσθημα . Θι έτρεχα από το ένα βαγόνι στο άλλο μην μπορώντας να κατασταλάξω σε ποιο έπρεπε να παραμείνω . Μεκίνησα λοιπόν να ακούω με λαχτάρα όσα είχε να μου πει , όμως ύστερα άρχιζαν να με κατακλύζουν οι τύψεις και οι ενοχές για το παρελθόν , που δεν ήθελα να θυμάμαι . Γτούτη η αδιάκοπη περιφορά στα αποπνικτικά , νοητά βαγόνια του κινούμενου τρένου δεν έλεγε να σταματήσει . Ώκόμη και όταν ο γέρος έπαυε πια , η συνειδησιακή πάλη που προκαλούσαν τα λόγια του με τυραννούσε για βδομάδες .
Ρυφλωμένος από τη μεγαλομανία μου και την ανάγκη μου να πλουτίσω είχα οδηγήσει τον εαυτό μου σε ριψοκίνδυνα μονοπάτια . Πυχνά ρίσκαρα και τη ζωή μου για το τίποτα . Θι αυτή η διαστροφικά όμορφη αυτοκαταστροφή μου ήταν ο λόγος που εγκατέλειψα τη θάλασσα . Ώφορμή ένα συμβάν το χειμώνα του 79 ‟. Γίχαμε πιάσει λιμάνι , στο Ώμβούργο . Βεν είχα βάρδια και βγήκα για περατζάδα . Πύντομα ο τσουχτερός άνεμος και το σαράκι που μ ‟ έτρωγε με οδήγησαν σ ‟ ένα κακόφημο μέρος . Γίχα ορκιστεί στον εαυτό μου πως δεν θα έπαιζα , όμως σαν θα βρεθείς να αντικρίζεις τον πειρασμό κατάματα πλανεύεσαι απ ‟ την ομορφιά της ματιάς του και υποκύπτεις . Γκείνο το βράδυ θαρρείς τύχη ; Θατάρα ; Θέρδισα . Θέρδισα πολλά . Θαι πάνω στην αλαζονεία της νίκης που με συνεπήρε , φέρθηκα επιπόλαια . Ξροσπάθησα να προσβάλλω τους ηττημένους . Ξού να „ ξερα πως ο μόνος ηττημένος ήμουν εγώ ; Ξήρα τα χρήματα κι έφυγα . Ένιωθα καθώς έβγαινα , ένα βλέμμα σκληρό , στυλωμένο πάνω μου . Ήταν από εκείνα τα βλέμματα που διστάζει κανείς να τα αντικρίσει . Ώπό εκείνα που σε στοιχειώνουν τις νύχτες .
Ών και χειμώνας , κείνο το βράδυ ο ουρανός ήταν ξάστερος . Ξερπατούσα κατά μήκος του Έλβα ατάραχος . Σαινόμουν μικρός μπροστά στα μεγάλα καράβια . Ένα αεράκι από το νότο αγκάλιαζε τη ράχη μου επίμονα . Ρα πυκνά μου μαλλιά κάλυπταν το πρόσωπό μου . Πτην
49