Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 159

άλλους , αγνώστους και γνωστούς . Ένα μπουλούκι , μια πολύχρωμη μάζα ανθρώπων ήταν , με τσάντες και καρότσια και μωρά , γριές και γέρους , αρρώστους και εγκύους , ποτέ δεν είχε δει ξανά τέτοιο πλήθος στη ζωή του . Θάποτε επιτέλους βρέθηκαν μπροστά στο πλοίο , που ήταν τεράστιο , μεγαλύτερο από αυτά που έβλεπε παλιά στο σπίτι και στην τηλεόραση , το οποίο θα τους περνούσε απέναντι . " Πτην Γυρώπη ", έλεγε η μητέρα του και τα μάτια της έλαμπαν , του έσφιγγε το χέρι και του χαμογελούσε ζεστά , στην αγκαλιά της η Ηρέμ . Ε Ηρέμ ήταν μόλις ενός χρόνου , ούτε να μιλήσει ήξερε , ούτε πως να παίζει μπάλα ή το οτιδήποτε . Γπιπλέον , τον ανάγκαζαν κιόλας να την κράτα κάποιες φορές και να την προσέχει , και αυτή έκλεγε πολύ και στρίγγλιζε μόλις ο Θεμάλ έκανε να την πιάσει και , σαν να μην έφταναν όλα αυτά , δεν τον άφηναν να την τσιμπήσει ή να την σπρώξει από τα νεύρα του γιατί ήταν , λέει , μωρό . Θαι αν έκλεγε η Ηρέμ κατηγορούσαν αυτόν . Θαθόλου δεν το συμπαθούσε ο Θεμάλ αυτό το μωρό και του έλειπαν οι φίλοι του , γιατί μπορεί να τσακώνονταν πολλές φορές και να μην παραδέχονταν εκείνοι ότι αυτός ήταν καλύτερος στο τρέξιμο και το κολύμπι και το ποδήλατο , όμως τουλάχιστον με αυτούς μπορούσε να παίξει και μπάλα και τα πάντα . Γκεί , ανάμεσα στα πολύχρωμα σακίδια και στις τσάντες , καθόταν τώρα και κοιτούσε το μπουλούκι γύρω του που έκανε τρομερή φασαρία , μωρά έκλαιγαν- ανάμεσα τους και η αδερφή του- άλλοι τσακώνονταν και κάτι γυναίκες λίγο πιο κάτω γελούσαν . Γίχε πολύ κακό καιρό απόψε , το πλοίο έσκουζε και έτριζε σε κάθε σπρωξιά των κυμάτων και ώρες-ώρες έπρεπε να πιάνεται από τα πράγματα γύρω του για να μην πεταχτεί μακριά εξαιτίας των βίαιων τρανταγμών . Γυτυχώς δεν τον είχαν προσέξει οι γονείς του , έτσι αφοσιωμένοι που ήταν να ηρεμήσουν την Ηρέμ που πλάνταζε και το πρόσωπο της είχε κοκκινίσει και φαινόταν σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι , και δεν ήταν αναγκασμένος και αυτός να κάτσει εκεί , κοντά της . Ρρία παιδιά έτρεχαν γύρω γύρω από μια μεταλλική σκουριασμένη κολώνα τσιρίζοντας χαρούμενα κάθε φορά που κάποιο άγγιζε στον ώμο ένα άλλο και άλλαζε η φορά του παιχνιδιού , και ο Θεμάλ τους πετούσε κλεφτές ματιές ,
159