Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 71

το Πτρατή και τον Άλκη. Έτρεξαν κοντά τους, τους αγκάλιασαν και τους έδωσαν κουράγιο. Ε Κυρτώ ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Πτρατή. Ε Ώλίκη αποχαιρέτησε τον αγαπημένο της. ΋ταν ο οδηγός άναψε την μηχανή, η Κυρτώ ίσα που πρόλαβε να πάρει το χέρι της από το Πτρατή. Ρα δύο κορίτσια με βουρκωμένα μάτια και με τρεμάμενα χέρια αποχαιρέτησαν τους παιδικούς τους φίλους. «Ώντίο, καλή λευτεριά, να προσέχετε» είπαν λίγο πριν το όχημα στρίψει και εξαφανιστεί από μπροστά τους. Ανώριζαν καλά ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα τους έβλεπαν… Κετά την κήρυξη του πολέμου, ο καπετάν Κιχάλης πήρε την οικογένειά του και έφυγε άρον άρον για την Ώθήνα. Θαθώς ο καιρός περνούσε, οι δύο αδερφές δεν έπαψαν να ανησυχούν για τα τρία αγόρια που πολεμούσαν στα αφιλόξενα και παγωμένα βουνά της Ξίνδου. Ε Κυρτώ κάθε μέρα επί δύο μήνες επισκεπτόταν το παράρτημα του Γλληνικού Γρυθρού Πταυρού στην Ώθήνα και ρω