Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 66

Γίχα γίνει απόμακρος, οξύθυμος, επιθετικός και κυρίως αδιάφορος για το σχολείο. Ζυμάμαι η θεία μου κάθε μέρα με επιμονή, αλλά και υπομονή προσπαθούσε να με διαβάζει για το σχολείο. ΋ταν έγινα δεκατριών, σιγά-σιγά άρχισα να ωριμάζω. Μεκίνησα να μελετώ για το σχολείο και είχα βάλει σκοπό να γίνω μεγάλος και τρανός, να γίνω κάτι στη ζωή. Ένα απόγευμα, θυμάμαι, είχαμε πάει με την θεία μου για τα ψώνια του σπιτιού και περάσαμε από ένα παζάρι. Ε προσοχή μου στράφηκε σε ένα πάγκο με παλιά λογοτεχνικά βιβλία. Ε θεία μου με πήρε από το χέρι και με τράβηξε μέχρι εκεί. Κε ρώτησε ποιο ήθελα να πάρω, αλλά δεν ήξερα από βιβλία. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και έως τότε δεν είχα διαβάσει ποτέ μου. Ρης είπα να διαλέξει εκείνη. Ξοιος θα μου έλεγε ότι αυτή η τυχαία στιγμή, αυτή η τυχαία επιλογή και αυτό το τυχαίο βιβλίο θα μου άλλαζε ριζικά τη ζωή. Κόλις τελείωσα το βιβλίο, ο ενθουσιασμός μου όλο και μεγάλωνε. Ώναζητούσα βιβλία, δανειζόμουν από την σχολική βιβλιοθήκη και ό,τι έβρισκα το διάβαζα. Έγραφα που και που κάτι στιχάκια και ποιηματάκια. ΋ταν πήγα στο Ιύκειο αποκάλυψα στην θεία μου και στον θείο μου πως ήθελα να γίνω συγγραφέας. Κόνο που η αντίδραση τους, αντί να με ενθαρρύνει, με απογοήτευσε. Θανένας δεν πίστεψε σε μένα και στο όνειρο μου. Έπειτα η αντίδραση των καθηγητών όταν το έμαθαν, ήταν ακόμα χειρότερη. Ρο ίδιο και των φίλων μου. Ρο μόνο που μου έλεγαν όλοι ήταν “Βεν γίνεται όποιος και όποιος συγγραφέας. Ξως θα ζήσεις; Νύτε κανονική δουλεία δεν είναι. Ζα πεινάσεις”. Βε νοιάστηκε κανένας να με ρωτήσει ποτέ, γιατί ήθελα να γίνω συγγραφέας. Βεν έκατσε ποτέ κανείς να διαβάσει τα στιχάκια μου. Θρατούσα τόσα πολλά μέσα μου, τόσες πολλές αναμνήσεις, συναισθήματα και όνειρα, και μόνο με την συγγραφή ένιωθα ελεύθερος, γαλήνιος. Ένιωθα μια λύτρωση, έφευγε ένα βάρος από πάνω μου. Ρο χαρτί και το μολύβι ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι και οι σύμμαχοι μου.» »Πτα δεκαοκτώ μου χρειάστηκε να πάω να μείνω με την γιαγιά μου, δηλαδή την μαμά της μαμάς