Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 58

κάνει ένα τσιγάρο, φρόντιζε να παραμένει αθόρυβη. Βεν ήθελε να διαταράσσει τον ύπνο του τις μέρες που μπάρκαρε στο πλάι της , μετά από τα μακρινά ταξίδια του στη θάλασσα, και προσπαθούσε να ξεκουραστεί. Ώπέφυγε, λοιπόν, να περάσει από τα σημεία στα οποία το σαθρό, σκουρόχρωμο, ξύλινο πάτωμα ήταν κούφιο και έτριζε όπως η κιμωλία στο μαυροπίνακα. ΢πήρχε όμως κι εδώ μία διαφορά: στο κρεβάτι της δεν κοιμόταν πια ο Νδυσσέας παρά μονάχα, χρόνια τώρα, η μοναξιά… Ρρέμοντας κατευθύνθηκε στο μεγάλο παράθυρο .Νι δείκτες του μεγάλου ρολογιού έδειχναν έντεκα .Θάθισε στην φθαρμένη από τα χρόνια πολυθρόνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο την λυπημένη πολιτεία. Ξαρατήρησε για λίγη ώρα τα μουντά απρόσωπα κτίρια, τα διψασμένα δέντρα και τα προσωπιδοφόρα πλάσματα που βάδιζαν ράθυμα, τεμπέλικα θα‟ λεγε κανείς, στον υγρό δρόμο. Κη μπορώντας πια να αντικρίζει αυτή την μονότονη εικόνα, το βλέμμα της πέρασε από την απέναντι γκρίζα πολυκατοικία στον λευκό τοίχο το δωματίου. Σα μάτια ηλεκτρισμένα και φοβισμένα Καρφώνονται στον λευκό, παγωμένο τοίχο ΢αν τους άδειους δρόμους της πόλης που η καταιγίδα τους ρημάζει και χείμαρροι τους κατακλύζουν… Σα μάτια μου άδειοι δρόμοι. Σης ψυχής. Όστερα ύψωσε το χέρι της πάνω στο παράθυρο .Ρα λεπτά μακριά δάχτυλά της χάιδεψαν το παγωμένο γυαλί. Θοίταξε πέρα από τις πολυκατοικίες, τον ορίζοντα, πέρα από κάθε νοητό όριο που είχε δημιουργήσει ο κόσμος, και προσπάθησε να σκίσει τον συννεφιασμένο ουρανό, να αποκαλύψει το χαμόγελό του. Έτσι δυο-τρεις ιλαρές ηλιαχτίδες ξύπνησαν από τη νάρκη τους και φώτισαν την πόλη, κάνοντάς τη να χαμογελάσει για λίγο. Ρης άνοιξαν τα μάτια ,για να διακρίνει τους ασυμβίβαστους γελαστούς, τώρα, παλιάτσους, και τα αυτιά ,για να ακούσει το ζωηρό γέλιο των λιγοστών παιδιών, που έπαιζαν στην πλατεία. Νι φωνές τους έφτασαν στα αυτιά της γυναίκας σαν μελωδία και ένα αμυδρό χαμόγελο κοντοστάθηκε και στα δικά της χείλη. Ξροσπάθησε να δώσει στο χέρι της , που ανεβοκατέβαινε, τον αργόσυρτο ρυθμό της. Κε το τέλος του μελαγχολικού χορού που είχαν στήσει τα ακροδάχτυλά της , το χαμόγελό δραπέτευσε ξανά από τα δυο της χείλη. Θοίταξε τις γειτόνισσες που είχαν συγκεντρωθεί στη γωνιά του δρόμου για να κουτσομπολέψουν. Κιλούσαν ανήσυχα… Θοίταζε, δεν έβλεπε. Κόνο άκουγε… Μαφνικά άκουσε το κουδούνι να αντηχεί στο διαμέρισμα .Ε αδελφή της της είχε πει πως θα ερχόταν κατά τις δώδεκα. Ρο είχε, όμως, κιόλας ξεχάσει. Ξαρ‟ όλα αυτά βιάστηκε να ανοίξει την πόρτα. Ε γυναίκα φόρεσε το χαμόγελό της και γύρι