Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 57

δίπλα στο κρεβάτι της. Πε περίπου μία ώρα θα χάραζε… Ώυτή η ώρα ήταν η αγαπημένη της. Μυπνούσε πάντα τότε: λίγο πριν την ανατολή. Ρόσο λίγο ώστε να προλαβαίνει να ετοιμάσει καφέ- δεν μπορούσε να αρχίσει τη μέρα της δίχως μια ζεστή κούπα- και να ανάψει ένα τσιγάρο. Έτσι ο ήλιος την έβρισκε ,κάθε μέρα, καθισμένη στην δερμάτινη μπερζέρα -αντίκα της γιαγιάς της, η οποία ήταν, χρόνια τώρα, τοποθετημένη μπροστά από το μεγάλο παράθυρο του δωματίου, για να ρεμβάζει. Ξοτέ δεν κοιμόταν πολλές ώρες. Θοιμόταν λίγο, ίσα-ίσα για να στέκεται όρθια την επόμενη μέρα. ΋ντας νευρασθενική, δεν είχε από παιδί καλές σχέσεις με τον ύπνο. Έτσι είχαν συμβιβαστεί κι οι δύο.«Ώπό μακριά κι αγαπημένοι», είχαν συμφωνήσει... Ώλλά αυτή ήταν η αγαπημένη της ώρα… Ρώρα πια σε τίποτα δεν έβρισκε τη χαρά και την απόλαυση. Κισούσε οτιδήποτε ξεπεταγόταν από το παρελθόν σαν μια ενοχλητική μύγα. Νποιαδήποτε μικρή κι αδιάφορη συνήθεια που πάσχιζε να ανατρέψει, μα αδυνατούσε… Ρα τελευταία χρόνια σα γιγάντια πιθάρια γέμιζαν θλίψη απ‟ την πηγή του θανάτου. Κια στάλα την κάθε στιγμή… Ήταν από τότε που είχε χάσει τον άντρα της, τον Νδυσσέα. Έτσι τον έλεγαν. Ρο όνομά του έμοιαζε σημαδιακό. Ε ζωή του δεν απείχε πολύ από αυτή του μυθικού ήρωα και η ζωή της αντίστοιχα από της καρτερικής Ξηνελόπης. Ε μεγάλη διαφορά αφορούσε το χαρούμενο τέλος της ιστορίας. Ν δικός της Νδυσσέας δεν θα γύριζε πίσω ποτέ ξανά… Πτην πραγματικότητα εκείνη την αυγή δεν ξύπνησε από τον ταραχώδη θόρυβο του τζαμιού αλλά από έναν εφιάλτη. Ρις τελευταίες νύχτες βασανιζόταν από το ίδιο μακάβριο φρικιαστικό όνειρο. Ν ίδιος εφιάλτης κάθε πρωί την «καλημέριζε» στις πέντε ακριβώς… Πτις πέντε ακριβώς…. Ρην αγαπημένη της ώρα. Παν να το‟ ξερε και ήθελε να την μετατρέψει στην χειρότερη. ΋πως και τα τελευταία πρωινά, έτσι και αυτό πετάχτηκε από το μαξιλάρι της φωνάζοντας από τον τρόμο. Ν δυνατός αγέρας την ανατρίχιασε καθώς έξυνε το καταϊδρωμένο κορμί της. Ρα δάκρυα έτρεχαν σαν δύο ασυγκράτητα ορμητικά ποτάμια από τα μάτια της, που ερωτευμένα βιάζονταν να συναντηθούν στο παλιό, τριμμένο, γαλάζιο φόρεμά της. Ξολυκαιρισμένο, μα τόσο ονειρεμένα γαλάζιο όπως η απεραντοσύνη του ανοιχτού πελάγου, δώρο του Νδυσσέα… Ρόσο όμορφα ξεβαμμένο όπως το χρώμα των μεταξένιων μαντηλιών που φοράνε στα μαλλιά τους οι άγγελοι στη δροσιά. Ρόσο αγαπημένα θαλασσί όπως το χρώμα των ματιών του αγαπημένου της. Έκλαψε γοερά αρκετή ώρα. Έπειτα τα μάτια στέρεψαν, δεν είχαν άλλα δάκρυα να χύσουν. Θουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού, έτσι όπως κουλουριαζόταν, μικρό κοριτσάκι ακόμα, όταν την ταλαιπωρούσε ο επιπόλαιος κοιλόπονος που προκαλούσε η παιδική ίωση.… ΋πως και τότε… Κόνο που τώρα δεν ήταν η κοιλιά της που πονούσε αλλά η καρδιά της. Θαι ο πόνος δεν ήταν πια επιπόλαιος, αλλά βαθύς. Θάθισε πολλή ώρα έτσι, σαν να περίμενε ,όπως τότε, τη γιαγιά της, τη γριά- Πελήνη, να την γιατρέψει με τις λιχουδιές της. Βε θυμόταν τώρα πια τη γεύση από το ψ