Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 46

΋ταν λοιπόν γύρισα από το πρώτο ταξίδι, η χαρά για όλη την οικογένεια ήταν τεράστια. Κε υποδέχτηκαν με όλη τη θέρμη και την αγάπη τους. Γπιτέλους, τρώγαμε ξανά όλοι μαζί και το καλύτερο ήταν ότι έβλεπα τα παιδιά μου. Ήμουν τόσο χαρούμενος, αλλά ταυτόχρονα δυσαρεστημένος. Βεν ήμουν εκεί να χαρώ τα πρώτα τους βήματα, ούτε να τα δω να μεγαλώνουν. Θαι το χειρότερο; Βεν με είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους! Ώπλά άκουγαν για μένα. Θάθε βράδυ πριν κοιμηθούνε, η γυναίκα μου τους έλεγε πολλές ιστορίες για μένα. Ένιωθα σαν να ήμουν ο ήρωας των παραμυθιών τους. Ένας ήρωας που ποτέ έως τότε δεν είχαν ξαναδεί… ο πατέρας τους. Θι αυτό δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, ειδικά τις πρώτες ημέρες... «Ώυτός ο άνθρωπος θα κοιμηθεί εδώ στο σπίτι μας;» «Ώυτό το σπίτι είναι δικό μας και η μαμά είναι δική μας. Γσύ να πας να κοιμηθείς στη μαμά σου, να πας στο δικό σου σπίτι», «Βε θα κοιμηθείς με τη μαμά μας, εμείς κοιμόμαστε μαζί της…» Ώυτά άκουγα να λένε τα παιδιά μου και σπάραζε η καρδιά μου. Ρι κι αν προσπαθούσε η μάνα τους! «ΐρε, ο μπαμπάς είναι! Βεν γνωρίζετε τον μπαμπά σας;» «΋χι, δεν είναι ο μπαμπάς, ο δικός μας ο μπαμπάς είναι στο καράβι…» Άνοιξη 1977 Γκείνη την Άνοιξη λοιπόν είχε έρθει ένα γράμμα από τη γυναίκα μου, που, μεταξύ άλλων, έλεγε ότι ο αδελφός της ήθελε να έρθει στο πλοίο μου για μάγειρας. Έστειλα λοιπόν ένα γράμμα, λέγοντάς του πως έπρεπε να πάει στα γραφεία της εταιρίας και να πει πως είναι κουνιάδος μου. Έτσι έγινε λοιπόν και απευθείας τον έστειλαν στο πλοίο μου. Ξού να ήξερα τι με περίμενε… Κου εμπιστεύτηκε τον λόγο για τον οποίο ήρθε και τρελάθηκα. Ήθελε να ξεμπαρκάρει λαθραία στην Ώμερική! Βεν γινόταν να μην τον βοηθήσω, άλλωστε ούτε να τον σταματήσω γινόταν. Ώντικατέστησε έτσι τον παλιό μάγειρα και δούλεψε στο καράβι για 3 μήνες περίπου. Ήθελε να φύγει όσο πιο νωρίς γινόταν. ΋μως τον εμπόδισα, για να μην εκτεθώ. Πυμφωνήσαμε λοιπόν πως, όταν φύγω για Γλλάδα, τότε αυτός θα κατέβει στην Ώμερική. Σεύγοντας λοιπόν για την Γλλάδα τον χαιρέτησα, με ευχαρίστησε και, όταν έμαθε ότι έφτασα, το έσκασε από το πλοίο. Ρο πλήρωμα του καραβιού τον έψαχνε, τον κατάγγειλαν στην αστυνομία και έστειλαν γράμμα στην Γλλάδα, απαιτώντας από τον πατέρα του, τον πεθερό μου δηλαδή, και από τον ίδιο να πληρώσουν τουλάχιστον τα εισιτήρια για τον αντικαταστάτη του, έναν άλλο μάγειρα. Γγώ, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη μου ότι μου χρωστούσαν κάποια χρήματα, τους πρότεινα να τα πληρώσουν εκείνοι τα εισιτήρια και να τα αφαιρέσουν από αυτά που μου χρώσταγαν, λόγω του σεβασμού και της εκτίμησης στο πρόσωπό μου. Ώπό την άλλη, ο αδελφός της γυναίκας μου, βρισκόταν παράνομα στην Ώμερική. Γπειδή λοιπόν φοβόταν μήπως τον πιάσουνε και τον στείλουν πίσω στην Γλλάδα, πλήρωσε μια Ώμερικάνα, για να την παντρευτεί και να πάρει την «πράσινη κάρτα», η οποία του εξασφάλιζε τη νόμιμη διαμονή στην Ώμερική. Κετά από αυτό τη χώρισε όπως ήταν η συμφωνία και έκανε καριέρα ως μάγειρας στην Ώμερική. «Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες και συνταγές για να γίνει κανείς συγγραφέας. Αυτό που χρειάζεται είναι 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». William Faulkner 38