Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 45

12. ΑΠΟ ΣΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟ΢ ΝΑΤΣΙΚΟΤ…(διήγημα), Κάλλη Αϊβαλιώτη 22 Βεκεμβρίου 1974 Πε μία ώρα φτάνω στην Γλλάδα. Κετά από 6 μήνες μακριά από τα παιδιά, τη γυναίκα και τους γονείς σου, σίγουρα η επιστροφή φέρνει ευτυχία, δάκρυα χαράς και ανακούφισης… Θοιτάω έξω από τα μικρά τζάμια του αεροπλάνου χαμογελώντας σαν μωρό παιδί. Ώναπολώντας παλιές ευτυχισμένες στιγμές, βγάζω μια φωτογραφία από το τσεπάκι του παλτού μου. Ρην κοιτάζω επίμονα… τη θαυμάζω. Γίμαστε όλοι μαζί. ΐλέπω τους γονείς μου, τα πεθερικά μου και τη γυναίκα μου κάτω από την τεράστια καρυδιά του σπιτιού στο χωριό. Ε Γυγενία μου, πάντα ζωηρή, είναι πάνω στους ώμους μου και ο Κιχάλης έχει το μικροσκοπικό του χεράκι μέσα στη μεγάλη, τραχιά από τη σκληρή δουλειά χούφτα μου. Ρα μάγουλά μου έχουν κοκκινίσει… κάνει πολλή ζέστη… ΐγάζω το σακάκι μου και ξεκουμπώνω τα τέσσερα πρώτα κουμπιά από το πουκάμισό μου, αφήνοντας να φανεί λίγο η φανέλα μου. Πυνεχίζω και κρατάω τη φωτογραφία, την κοιτάζω, σκέφτομαι... τα παιδιά τώρα… θα έχουν μεγαλώσει πολύ, αγνώριστα θα είναι… Ρο αεροπλάνο προσγειώνεται επιτέλους. Ρόση είναι η λαχτάρα μου, που πηγαίνω σχεδόν τρέχοντας να πάρω τις βαλίτσες. Πκέφτομαι να μην περιμένω μέχρι την επομένη. Γίναι αδύνατον! Ζα πάω να βγάλω εισιτήριο για το πρώτο καράβι που φεύγει για τη Τίο. Ξαραμονές Τριστουγέννων θα είμαι εκεί! Μαφνικά, ακούω το όνομά μου από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου. Ώκόμα κρατάω τη φωτογραφία. Ρην τοποθετώ με προσοχή στο τσεπάκι του πουκαμίσου, κουμπώνω τα τέσσερα κουμπιά και βάζω το παλτό μου γρήγορα. Ξηγαίνω στη ρεσεψιόν και παίρνω το ακουστικό. Βεν θυμάμαι ποιος ήτανε από την εταιρεία, ούτε τα λόγια του… Ζυμάμαι καθαρά μία μόνο φράση: «Ξρέπει να γυρίσεις πίσω, λυπάμαι… προέκυψε πρόβλημα. Που έχουμε βγάλει εισιτήριο, τα έχουμε κανονίσει όλα…» Βεν μίλησα. Έσφιξα τα δόντια μου, έκλεισα το τηλέφωνο και ευχαρίστησα την υπάλληλο. Ξήγα στην άκρη. Νι βαλίτσες που κρατούσα και έτρεχα ξαφνικά έγιναν πολύ βαριές… με το ζόρι τις έσερνα. Έβγαλα το στραπατσαρισμένο πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη μου. Άναψα ένα μηχανικά. Θοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα τον ορίζοντα, ακούμπησα το αναμμένο τσιγάρο στα χείλη μου. Οούφηξα με μανία όσο περισσότερο καπνό μπορούσα. Μεφυσώντας απαλά, άφησα να βγουν από τα παγωμένα χείλη μου μεγάλα δαχτυλίδια καπνού και επέτρεψα να κυλήσει το πρώτο καυτό δάκρυ… Αια μια ακόμα φορά μακριά από το σπίτι… για ακόμα μια φορά μόνος τα Τριστούγεννα, μέσα στη θάλασσα να επισκευάζω μηχανές. Ώχ και να ήμουνα στο σπίτι μαζί με όλη την οικογένεια! Λα καθόμαστε μπροστά από το τζάκι. Ρα παιδιά καθισμένα στο χοντρό χαλί να μου τραβάνε τα μπατζάκια του παντελονιού, ο ένας από τη μία και ο άλλος από την άλλη… «Κπαμπά, μη σταματάς, πες μας κι άλλες ιστορίες για τα παράξενα μέρη που ταξιδεύεις…» Ώχ, Ζεέ μου, πόσο θα πονέσουν, όταν μάθουν πως ο μπαμπάς δεν θα έρθει αυτά τα Τριστούγεννα… ο μπαμπάς θα είναι μακριά! 26 Σεβρουαρίου 1976 Ρο πρώτο μου ταξίδι διήρκησε δύο χρόνια και τρεις μήνες. Γίδα τα παιδιά μου όταν γεννήθ