Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 43

Ε Γλένη έμεινε άναυδη, η μάνα σταμάτησε να τρώει. Ένα δάκρυ κύλισε στο πρόσωπό της. Γίχε χάσει τον άντρα της, δεν άντεχε να χάσει και τον γιό της. Ρο μόνο που κατάφερε να συλλαβίσει ήταν: «Ξού θα πας παιδί μου; Γμείς τι θα κάνουμε; Βεν μας σκέφτεσαι;» Ήταν σαν να την άκουγες ξανά, όπως την μέρα που φεύγαμε απ‟ τα σπίτια μας, όμως τώρα δεν απευθυνόταν στον μπαμπά αλλά σ‟ εμένα. «Ώκριβώς επειδή σας σκέφτομαι φεύγω. Βεν γίνεται να ζούμε έτσι άλλο. Ε Γλένη χρειάζεται προίκα και εσύ για πόσο ακόμα θα αντέξεις να δουλεύει;» «Θαι πιστεύεις ότι αν φύγεις θα λυθούν όλα:» Ξετάχτηκε η μάνα μου κι έβλεπες μια ρυτίδα να σχηματίζεται στο μέτωπό της. Ένιωθε τόσο πόνο και θυμό.! «Ν μπαμπάς θα ήθελε να φύγω!!!» φώναξα. Ξρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ακούστηκε το όνομά του. Πιγή επικράτησε για λίγα λεπτά. «Θαι πού θα πάς;» είπε η μάνα με πολλή ηρεμία. «θα ακολουθήσω τον ήλιο και όπου με πάει», αποκρίθηκα. Θανείς δεν ήξερε τι να πει. Ρι ταιριάζει σ‟ αυτή την κατάσταση. Ρην απόφασή μου την είχα ήδη πάρει. Θανείς δεν έτρωγε. Θοιτούσαμε τα πιάτα και ανακατεύαμε τη σούπα. Θανείς δεν έτρωγε πια. Ήταν ένα βράδυ γεμάτο φόβο κι ελπίδα. Βεύτερη φορά που αποχωρίζομαι το σπίτι μου, την οικογένειά μου. ΋μως αυτή τη φορά φεύγω για ένα καλύτερο μέλλον. Ώποχαιρετώ την οικογένεια και παίρνω την βαλίτσα μου. Κια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και πόνο. Στάνω στο λιμάνι. Κπροστά μου μια μεγάλη ταμπέλα που γράφει «ΓΘΒΝΡΕΟΗΏ». Ξαίρνω το εισιτήριό μου και περιμένω. Πτο βλέμμα μου αντανακλά η σελήνη. ΐλέπω από μακριά το πλοίο να έρχεται. Πτο βλέμμα μου η ελπίδα. Ώκούω την κόρνα του. Ρο βλέμμα μου στραμμένο στο πλοίο. Πτο μυαλό μου μόνο μια φράση, η φράση του πατέρα: «ΝΠΝΗ ΏΑΦΛΗΔΝΛΡΏΗ ΡΏΜΗΒΓ΢Ν΢Λ». «Αν υπάρχει ένα βιβλίο που θέλεις να διαβάσεις αλλά που δεν έχει γραφτεί ακόμα, τότε εσύ είσαι αυτός που πρέπει να το γράψει». Toni Morrison Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας 35