Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 42

10. ΢ταθμός στη ζωή μου (διήγημα), Δάφνη Βασιλείου Πταθμός στη ζωή μου ήταν η φράση του πατέρα… Ρο θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα. ΄Εταν Πάββατο 27 Ώυγούστου 1922. Μυπνήσαμε από τις κραυγές των αμάχων, γυναίκες, γέροι, παιδιά, κανείς δεν ήταν έτοιμος για αυτήν την καταστροφή, για αυτό το ολοκαύτωμα, όπως ονομάστηκε ύστερα από τις εφημερίδες. Αρήγορα ξύπνησα την αδελφή μου και τρέξαμε προς τους γονείς μας. Ώυτοί μας συνάντησαν έντρομοι και δίχως να μιλήσουμε, μόνο με τη συνεννόηση των βλεμμάτων, κατεβήκαμε της σκάλες που για πρώτη φορά φάνταζαν τεράστιες. Τωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, ούτε λεφτά, ούτε φαϊ ούτε μια αλλαξιά, βγήκαμε από το σπίτι. Πταθήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάμε το άγριο αυτό θέαμα. Ε φωνή της αδελφής μου ακούστηκε να λέει: «Ρι γίνεται μπαμπά;». Ήταν 6 χρονών, δεν καταλάβαινε τι είναι ο πόλεμος. ¨Εταν ένα αθώο παιδί, που δεν είχε στο μυαλό του την τρέλα του ομαδικού σκοτωμού. Ν πατέρας ξύπνησε… Κας άρπαξε απ‟ το χέρι και άρχισε να τρέχει. Ήμασταν σε απόσταση αναπνοής από την θάλασσα, οι άνθρωποι παλεύανε για να βρούνε μια θέση σε ένα από τα λιγοστά καίκια, αφού τα πλοία των μεγάλων δυνάμεων δεν ήθελαν να βοηθήσουν. ΐρήκαμε ένα καϊκι με ελάχιστες θέσεις. Ν μπαμπάς βάζει εμένα, την αδελφή και τη μάνα μέσα. Ν ίδιος βέβαια δεν μπήκε, στην θέση του μπήκε μια γιαγιά με τον εγγονό της. Βεν υπήρχαν άλλες θέσεις… Ε μάνα φώναζε στον πατέρα: «Θωνσταντίνε, τι κάνεις; Κπες και εσύ μέσα να φύγουμε. Γμένα δεν με σκέφτεσαι; Ρα παιδιά; Ξως θα μας αφήσεις μόνους σε μια ξένη γη; Ξώς θα ζήσουμε;» Ν μπαμπάς δεν άκουσε… Ξροτιμούσε να σωθούν πρώτα τα παιδιά παρά ο ίδιος. Άφησε να εννοηθεί ότι θα συναντηθούμε ξανά. Ε μάνα όμως κατάλαβε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον βλέπαμε και έκλαιγε με λυγμούς το ίδιο και η Γλενίτσα, η αδελφή μου, όχι επειδή καταλάβαινε αλλά επειδή έβλεπε την μάνα. Ν πατέρας δεν διάλεξε για τελευταία φράση ούτε το «σ‟ αγαπώ», ούτε το «να προσέχετε», αλλά ένα πράγμα είπε απευθυνόμενος στην μάνα και στην Γλενίτσα «΋σοι φοβούνται, κλαίνε. ΋σοι αγωνίζονται, ταξιδεύουν». Ρώρα πια η οικογένεια ήταν στα χέρια μου. Έπρεπε να φερθώ σαν άντρας, παρόλο που ήμουν μόλις 10 χρονών. Ρο καϊκι μας άφησε στην Τίο…και από εκεί με ένα άλλο φτάσαμε στην Ώθήνα. Έλληνες ήμασταν, λέγαμε ότι τα αδέρφια μας θα μας βοηθήσουν. ΋μως η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Ρο κλίμα βαρύ. Ρα αδέρφια μας, μας αποκαλούσαν Ρουρκόσπορους και δεν δίνανε στη μάνα δουλειά. Ρα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Κέναμε σε σκηνές, όλοι ξεχάσαμε πως είναι να μένεις σε διώροφο σπίτι, να τρως καλά και να μην σου λείπει τίποτα. Ν πατέρας αγνοείται ακόμα μαζί με πολλούς. Ώκούμε για τις κτηνωδίες που έγι