Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 33

Νι εβδομάδες περνούσαν, περνούσαν κι οι μήνες κι ούτε ένα γράμμα δεν έφτασε στο σπίτι. Ξολλές φορές η οικογένεια του πατέρα και η μητέρα της Άννας ένιωσαν απελπισία. ΋μως η Άννα ήταν πάντα εκεί για να τους εμψυχώσει κι να τους θυμίσει πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ρα πράγματα στο σπίτι άρχισαν να δυσκολεύουν. Ρο φαγητό δεν έφτανε για όλους. Ν παππούς αναγκαζόταν να μένει νηστικός, παρόλο που εδώ και καιρό ήταν άρρωστος. Ε θεία Θαλλιόπη πρόσφατα έλαβε ένα γράμμα από τον Αιωργάκη, που έγραφε λόγια ενθαρρυντικά. Ν εχθρός είχε αποσυρθεί. Κάζευε δυνάμεις. Κόλις είχε μπει κι η Ηταλία στην Ώλβανία. Ών και οι Αερμανοί οπισθοχώρησαν, έχασαν εδώ στο μέτωπο πολλοί άνθρωποι τη ζωή τους. Γικόνες φρίκης. Γπικράτησε πανικός στο σπίτι. ΋λοι έχουν τρελαθεί. Νι ελπίδες της Άννας δε σβήνουν. Ώντιθέτως, φωτίζονται όλο και περισσότερο και ιδιαίτερα μέσα από τα όνειρά της. Βιότι τα βράδια η μικρή δεν κοιμάται, αλλά οραματίζεται κόσμους στους οποίους δεν υπάρχουν πόλεμοι και φτώχεια, παρά μόνο παιδικά όνειρα κι ευχές. ΋μως εχθές το βράδυ κοιμήθηκε και αντί να ταξιδέψει μαζί με νεράιδες, είδε τον πατέρα της. Ρης είχε λείψει κι ας μην το έδειχνε. Έπρεπε να στηρίζει τη μητέρα της. Λα της δίνει κουράγιο και δύναμη. Ρο πρόσωπό του το έλουζε το φως του πρωινού και καθάριου ήλιου. Ήταν μόνος, μα όχι δυστυχισμένος. Ξαραδόξως, ένα απρόσμενο και γενναιόδωρο χαμόγελο κυριαρχούσε στο πρόσωπό του. Σορούσε ρούχα στρατιωτικά, ξεσχισμένα και βουτηγμένα στο αίμα. Ξαρόλα αυτά έδειχνε να είναι καλά. Ε Άννα είχε νοσταλγήσει την απέραντη αγκαλιά του πατέρα της κι ασυναίσθητα στο όνειρό της έτεινε να τον αγκαλιάσει. ΋μως η μορφή του εξαφανίστηκε πριν ακόμα προλάβει η μικρή να αγγίξει το χέρι του. Ώυτή η μορφή του πατέρα της, αν και απρόσμενη, γέμισε σιγουριά και θάρρος την Άννα, η οποία πετάχτηκε ταραγμένη και ιδρωμένη από το κρεβάτι της. ΋μως ήταν πλέον βέβαιη πως ο πατέρας της ήταν ζωντανός. Ώφού τον είδε, πώς γίνεται να έχει πεθάνει, σκέφτηκε και παρηγόρησε τον εαυτό της. Γπί μέρες ολόκληρες η μοναδική παρηγοριά της Άννας αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας ήταν εκείνο το όνειρο. Νι πρώτοι έξι μήνες είχα ήδη περάσει. Ξαρόλα αυτά ο μπαμπάς της μικρής δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ν παππούς είναι συνεχώς στο κρεβάτι και δεν έχει δύναμη να σηκωθεί. Ε γιαγιά της Άννας κλαίει και προσεύχεται όλη μέρα για το γιο της. Ξαρακαλάει τη Κεγαλόχαρη να καταφέρει να τον αγκαλιάσει ξανά. Ε μητέρα λείπει ολημερίς από το σπίτι, προσπαθώντας να εργασθεί όσο κι όπου μπορεί, για να προσφέρει στην οικογένειά της τρεις φέτες μαύρο ψωμί κι έξι ελιές τη μέρα. Ρο αποθηκευμένο φαγητό είχε τελειώσει. Αια τη μικρή