Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 19

κοιτάξει την ξένη κοπέλα που μόλις έφευγε. «'Έλα , είσαι ο επόμενος», ο ίδιος άντρας του έκλεισε το μάτι, ανοίγοντας την περίφημη κόκκινη πόρτα. Ν Ώλέξανδρος κοίταξε προς τη μεριά της εξόδου και μπορούσε να διακρίνει την πλάτη του κοριτσιού που έφευγε. Ρα μάτια του γύρισαν στον καραφλό άντρα που τον κοίταζε ανυπόμονα και μετά πάλι προς την έξοδο. Ρο μυαλό του βρισκόταν σε δίλλημα, η καρδιά του ήθελε να μπουκάρει στην κόκκινη πόρτα και να πάρει τις καραμέλες που θα του εξασφάλιζαν την παρουσία της χαράς, αλλά το μυαλό ήθελε να ανακαλύψει την ιστορία αυτού του κοριτσιού. Ν Ώλέξανδρος έβρισε από μέσα του, πετάχτηκε σαν ελατήριο από την άβολη καρέκλα κι έτρεξε αγνοώντας τις φωνές του καραφλού άντρα. Ρα μάτια του αναζητούσαν τη μικρόσωμη φιγούρα της κοπέλας μέσα στο άδειο διάδρομο, έφτασε μέχρι τη μεγάλη πόρτα και την έσπρωξε. Ώμέσως ήρθε αντιμέτωπος με την καταρρακτώδη βροχή, κρύα, υγρά μονοπάτια δημιούργησε πάνω του το νερό, κάνοντας το δέρμα του να ανατριχιάσει. Ώνάμεσα στη θολούρα και το θόρυβο της βροχής, ο Ώλέξανδρος αναγνώρισε την πλάτη της. Έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει στη ζωή του. Ξήγε ακριβώς πίσω από το κορίτσι, την άρπαξε ολόξαφνα από το μπράτσο και η κοπέλα έβγαλε μια κραυγή. «Γσύ..» οι ανάσες του κοφτές και γρήγορες . «Γσύ γιατί; Αιατί… γιατί τα πίνεις; για ποιον;» Ρο πρόσωπο ακριβώς απέναντί του παγωμένο και ακίνητο. Ρα μαύρα μάτια της με δάκρυα που συγκρατούσαν τον κοίταξαν μέσα στα δικά του και ξεροκατάπιε πριν ψιθυρίσει δύο λέξεις: «Αια εκείνον…» Ν Ώλέξανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του σε μία ερώτηση που δεν είχε ειπωθεί καν.«Θι εγώ... για εκείνη!» Ε κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά και άπλωσε το χέρι της . «Γίμαι η Λεφέλη». Ν Ώλέξανδρος είδε το χέρι της και το ένωσε με το δικό του. «Γίμαι ο Ώλέξανδρος .» Ρα αστέρια πια κουβέντιαζαν με φόντο το σκοτεινό ουρανό, η κοπέλα που πλέον είχε το όνομα Λεφέλη, με μία μπύρα στο χέρι βρισκόταν στο έλεος της μαγείας της νυχτερινής οπτασίας πάνω από τα κεφάλια τους. Γδώ και αρκετή ώρα ήταν ο ένας πλάι στον άλλο, με τη σιωπή μόνο να τους κάνει συντροφιά. «Ήμασταν μαζί από το γυμνάσιο», η Λεφέλη, κοίταξε τον Ώλέξανδρο και συνέχισε. «Γκείνος ήταν καλός, όμορφος, ευγενικός, ό,τι θα ήθελε η κάθε κοπέλα. ΢πόδειγμα αγοριού», το κορίτσι γέλασε άξαφνα. «Ρα φαινόμενα απατούν, δε λέει ο λαός; Γ, λοιπόν, έχει δίκιο». Ν Ώλέξανδρος προβληματίστηκε . «Βηλαδή;» Ρον κοίταξε 3