Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 13

συνηθισμένη. Βίχως ήλιο. ΋λα τα έκρυβε η συννεφιά. Ε γραμματέας μπήκε στο γραφείο μου. «Πωκράτης», μου είπε. «Έχεις τηλέφωνο από την Γλλάδα». Ώμέσως πετάχτηκα όρθιος. Κια ελπίδα πως θ' ακούσω τη φωνή της μάνας έτρεφε μέσα μου. Έτρεξα κοντά στο τηλέφωνο. Μαφνικά δίστασα. Έπιασα το ακουστικό αργά, μήπως και προλάβω να σκεφτώ τι θα πω μόλις απαντήσουν από την άλλη γραμμή. «Ξαρακαλώ», είπα ψυχρά. «Ξαιδί μου!», άκουσα τη μάνα μου να λέει. «Ξως είσαι; Ξως τα περνάς; Αιατί μας ξέχασες;» «Κια χαρά είμαι μάνα. Βεν ξέχασα κανέναν. Ώπλώς... Βεν ήθελα να νομίζετε ότι τηλεφωνώ από ανάγκη. ΋τι παίρνω για να ζητήσω χρήματα». «Ώυτό να μην το ξαναπείς! Βεν το πιστεύω ότι το λες αυτό. Ζέλω να έρθεις να σε δούμε. Ζα έρθεις. Βε θα έρθεις;», ρώτησε. «Ζα έρθω», της απάντησα. Κιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμη με τον πατέρα μου και τ' αδέλφια μου και ύστερα κλείσαμε. Έτρεξα τότε αμέσως στο δικηγόρο που του άνηκε το γραφείο για να του εξηγήσω πώς είχε η κατάσταση. Έπρεπε να επιστρέψω στην Γλλάδα. Γκείνος μου επέτρεψε να φύγω με το όρο πως θα αναλάμβανα μια δίκη πριν την αναχώρησή μου. Βέχτηκα λοιπόν να την αναλάβω. «Ε υπόθεση έχει να κάνει με λαθραία», μου είπε. «Θρατούνταν στο υπόγειο ενός ξενοδοχείου κι εσύ θα πρέπει να υπερασπιστείς το μάρτυρα». Ώμέσως πέρασε από το μυαλό μου η ιστορία με τον Νμάρ. Βεν δίστασε τελικά. Κίλησε για όσα είχε δει. Κου φάνηκε επικίνδυνο να αναλάβω μια υπόθεση στην οποία ανακατευτεί και ο ίδιος προσωπικά. Ξροσπάθησα να την αποφύγω αλλά δεν τα κατάφερα. Ρην επομένη ο Νμάρ ήρθε στο γραφείο μου. «Βεν το πιστεύω!», έλεγε και ξανάλεγε. «Γσύ; Βικηγόρος;» Ιίγο καιρό αργότερα πήγαμε στα δικαστήρια. ΢περάσπισα τον Νμάρ έχοντας απέναντί μου το παλιό μου αφεντικό να με κοιτάζει πότε με μίσος και πότε με τρόμο. Ώνέφερα τότε και τη δική μου παρουσία στη σκηνή της πάλης μεταξύ των δύο ανδρών. Πτο τέλος της δίκης έκριναν