Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 11

Νμάρ, τόσο θύμωνε το αφεντικό και τον χτυπούσε περισσότερο. Άλλο δεν μου έμενε να κάνω από το να μπω στο δωμάτιο και να τους χωρίσω. Άρπαξα το μουσκεμένο από τον ιδρώτα γιακά του αφεντικού και με όση δύναμη είχα εκείνη τη στιγμή τον έσυρα στην άλλη πλευρά του δωματίου. Ρο πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο κι ο ιδρώτας κυλούσε πάνω στα μελίγγια του. Ρο στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε από το θυμό. Έκανε να σηκωθεί, όμως ξανάπεσε ζαλισμένος στο πάτωμα. Γγώ βοήθησα τον Νμάρ να σταθεί στα πόδια του. Γίδα στο βλέμμα του, μετά από πολλή ώρα να καθρεπτίζεται ο τρόμος. Βυσκολευόταν να περπατήσει αν και τον υποχρέωνα να τρέξει. ΐγήκαμε από το ξενοδοχείο και ακολουθήσαμε τον πρώτο δρόμο που βρήκαμε. «Στάνει», μου είπε, όταν είχαμε φτάσει πλέον αρκετά μακριά. Ήταν κατάκοπος κι έμοιαζε να μην μπορεί να πάρει ανάσα. «Ρι συνέβη και γιατί ανακατεύτηκες;», τον ρώτησα με μια δόση απογοήτευσης στη φωνή μου. «Θρατάει λαθραία. Ώνέβηκα στο δωμάτιο που μας βρήκες για να αλλάξω σεντόνια και τον είδα να συνομιλεί με κάτι περίεργους τύπους. Θρύφτηκα και άκουσα όλα όσα είπαν. Βυστυχώς έκανα κάποιο θόρυβο και με κατάλαβαν. “Ζα τον κανονίσω”, είπε τ' αφεντικό για εμένα, έτσι, για να γλιτώσω σκέφτηκα να τον απειλήσω και να προσπαθήσω να τον τρομάξω. Ξάντως σ' ευχαριστώ. Λα ξέρεις ότι αν δεν είχες μπει μέσα , δεν ξέρω σε τι κατάσταση μπορεί να βρισκόμουν αυτή τη στιγμή. Κα για να με βοηθήσεις έμπλεξες τον εαυτό σου σε όλη αυτή την ιστορία. Λα προσέχεις.» «Ζα προσέχω», απάντησα. «Πωκράτης...», δίσταζε να μου μιλήσει. «Γυχαριστώ!», είπε κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Γγώ πέρασα το βράδυ μου στους δρόμους, όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνο το ξενοδοχείο. Γίχα πλέον συνηθίσει αυτά τα μουντά πρωινά που κοιτάζεις τον ουρανό και το μόνο που αντικρίζεις είναι σύννεφα. Γκείνο το πρωινό ξεκίνησα να ψάχνω μάταια για δουλειά. Βεν υπήρχε πλέον άλλος λόγος να μένω σε αυτή τη χώρα. Έπρεπε να μαζέψω γρήγορα χρήματα για να επιστρέψω στην Γλλάδα. Θατά το απομεσήμερο ξεκίνησε να βρέχει. Πτάθηκα στο κατώφλι ενός παλιού βιβλιοπωλείου για να προστατευτώ από τη βροχή, όμως ο ιδιοκτήτης με έδιωξε γιατί εμπόδιζα την είσοδο. Ώναγκάστηκα λοιπόν να τριγυρνάω μέσα στη βροχή και στο κρύο. Θάποτε άρχισα να αισθάνομαι το κεφάλι μου βαρύ κι έναν φρικτό πόνο να χτυπάει τα μελίγγια μου. ΐρήκα μια καφετέρια με υπόστεγο και αποφάσισα να περάσω για λίγο την ώρα μου εκεί. Θάθισα σ' ένα γωνιακό τραπέζι και παρατηρούσα την αίγλη της μεγαλούπολης. Ρα πολυτελή αυτοκίνητα. Ρις φοιτητικές παρέες που διασκέδαζαν. Άθελα μου άκουσα τη συζήτηση δύο ανδρών που κάθονταν πίσω μου. Σαίνονταν μορφωμένοι και έμπειροι άνθρωποι. Κου θύμιζαν σε κάποιο βαθμό τον πατέρα μου. Κιλούσαν για οικογένεια, πολιτική, οικονομία, για την Γυρώπη. Κίλησαν και για τη νεολαία. Ε λαχτάρα μου να επέμβω στη συζήτησή τους γίνονταν όλο και μεγαλύτερη. Θάποτε μίλη