Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 10

άρχισε να ορκίζεται και τον πίστεψα. Κιλούσε με το φιλότιμο κι ας μην ήξερε τι ήταν αυτό. Βεν έμεινα για πολύ στο δωμάτιο. Έτρεξα να προλάβω το αφεντικό. «Αιατί με απολύεις;», ρώτησα απελπισμένος. «Αιατί βρήκα κάποιον που παίρνει λιγότερα λεφτά από 'σένα, Πωκράτης. Ξαράτα με, τώρα», μου απάντησε. «Ζέλω αποζημίωση!», φώναξα με ό,τι ελπίδα μου είχε απομείνει και τη σκότωσε κι αυτή την ελπίδα τ' αφεντικό. Άπλωσε ένα πιστόλι την πυροβόλησε κι εκείνη δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Άρχισε τ' αφεντικό να γελάει και να μου καταστρέφει την αξιοπρέπεια. Ρόσο δυνατά γελούσε, που βγήκε όλο το προσωπικό από τα δωμάτια για να δει τι συνέβαινε. Ώνάμεσά τους ήταν κι ο Νμάρ. Κε κοίταζε με λύπη. Βεν άντεχα να με κοιτάζουν με λύπη γι' αυτό σηκώθηκα κι έφυγα. ΐγήκα στο δρόμο κρατώντας το κεφάλι μου χαμηλά. Κικρός είχα τη συνήθεια να μετράω τα πλακάκια του δρόμου. Ρώρα επανήλθε αυτή η συνήθεια. Ξροχωρούσα στον πλακόστρωτο πεζόδρομο απορροφημένος από τα ομοιόμορφα σχήματα που απλώνονταν μπροστά μου. Ξροσπαθούσα να ξεχάσω τα προβλήματά μου, όμως φάνταζε αδύνατο. Ν δρόμος μ' έβγαλε σε μια κεντρική πλατεία. Θοντοστάθηκα για μια στιγμή για να παρατηρήσω το πλήθος γύρω μου. Κέσα στο συνωστισμό που επικρατούσε κάποιοι σκόνταφταν πάνω μου, άλλοι μ' έσπρωχναν αδιάφορα με τους ώμους τους για να με προσπεράσουν, άλλοι μιλούσαν στο τηλέφωνο κι άλλοι κοίταζαν με αμηχανία τα ρολόγια τους. ΋λοι όμως είχαν το ίδιο εκείνο παγωμένο βλέμμα. Πτεκόμουν στο κέντρο της πολυσύχναστης αυτής πλατείας όταν συνειδητοποίησα πως κι εγώ άνηκα σε αυτή τη μίζερη μάζα του όχλου. Ένα μπουλούκι νεαρών της ηλικίας μου πλησίαζε. Ώνέμελα πρόσωπα που δεν είχαν γνωρίσει ακόμα την άσχημη πλευρά της ζωής. Ώμέσως κάποιος βιαστικός με παρέσυρε μακριά. Αύρισα να ψάξω με λαχτάρα για την ανέμελη παρέα, αλλά είχε χαθεί μέσα στο πλήθος. Πτάθηκα πάλι ακίνητος. ΋χι για πολύ. Ν όχλος κινούνταν με ορμή προς εμένα, έτσι αναγκάστηκα να τον ακολουθήσω. Γίχε νυχτώσει κι εγώ κατέληξα ξανά έξω από το ξενοδοχείο. Βεν είχα πού αλλού να πάω. Βεν δούλευα μόνο εκεί, αλλά κατοικούσα κιόλας. Ρα βράδια τα περνούσα στο γραφείο, στη ρεσεψιόν. Κε το που έφευγε τ' αφεντικό άπλωνα ένα στρώμα στο πάτωμα και λαγοκοιμόμουν. Ένας νυχτερινός άνεμος ταρακούνησε το λεπτό τζάμι της εισόδου του ξενοδοχείου. Έλεγες πως θα το έσπαγε από τον θόρυβο που προκάλεσε. Θοίταξα μέσα από τη θολή επιφάνεια. Ιιγοστά φώτα ήταν αναμμένα. Θανείς δεν καθόταν στη ρεσεψιόν. Κπήκα λοιπόν μέσα διστακτικά. Ώπόλυτη σιωπή επικρατούσε. Έριξα μια ματιά στο χώρο ψάχνοντας για κάποιο γνώριμο πρόσωπο όμως δεν είδα κανέναν. Ρα πόδια μου με οδήγησαν στο δεύτερο πάτωμα. Γκεί κάποια οργισμένη φωνή έσπαγε τη σιωπή. Ξλησίασα για να δω τι συνέβαινε. Ήταν ο Νμάρ που φώναζε. «Γγώ δεν πρόκειται να κρατήσω το στόμα μου κλειστό!» έλεγε. «Ώπόλυσε με αν θες! Ώλλά σε τέτοια παρανομία εγώ ούτε θα συμμετάσχω, ούτε θα την αφήσω να περάσει αψήφιστα!» Ξρος μεγάλη μου έκπληξη συνειδητοποίησα πως ο Νμάρ μιλούσε στο αφεντικό. Άκουγα τη βαθιά αναπνοή του οργισμένου ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. «Ξάψε!», φώναξε. «Ξάψε! Ρίποτα δεν θα πεις! Βεν θα τολμήσεις. Μέρεις γιατί; Αιατί έτσι και τολμήσεις, θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Ρο κατάλαβε