ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ Σχολικό Έτος 2017 - 2018 | Page 45

γράφει πώς βίωσαν οι γονείς της τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και η εξιστόρηση όσων αντιμε- τώπισε ο προπάππους της μαθήτριας  Μαρίας Μα- νιάτη, όταν αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμε- ρική, κάνοντας μία νέα αρχή στη ζωή του. Οι γονείς της γιαγιάς μου, Ελένης Κεφαλά, Γεώργιος Κυπραίος και Αναστασία Κρομίδα, μετά τη Μικρα- σιατική Καταστροφή, έφτασαν στην Ελλάδα κατα- τρεγμένοι και μετά από πολλές ταλαιπωρίες. Σε μια συνέντευξη που πήρα από τη γιαγιά μου άντλησα πληροφορίες, έτσι όπως τις είχε ακούσει από τους γονείς της, για το πώς κατάφεραν να επιβιώσουν τους πρώτους μήνες της προσφυγιάς, πώς και αν ξαναβρέ- θηκαν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα και τέλος, πώς κατάφεραν να ξανασταθούν στα πόδια τους, και να ξεχωρίσουν στις κοινωνίες που εντάχθηκαν. Σ.Π.: Πες μου λίγα λόγια για τους γονείς σου. Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν από πολυμε- λείς οικογένειες που είχαν κτήματα, στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας μου τη γνώρισε μια μέρα στον δρόμο προς τη θεία της. Την πείραξε, του απάντησε και εκείνος αποφάσισε να μάθει ποια ήταν αυτή με τη μαύρη πλεξούδα στον δρόμο. Ο πατέρας της δεν την έδινε, επειδή ήταν η μικρότερη από τις πέντε αδερφές. Πήγε λοιπόν στα χωράφια του να του μαζέψει τα σταφύλια τους με τους φίλους του, για να του δείξει ότι είναι ικανός να την παντρευτεί. Εκείνος πείστηκε και τους αρραβώνιασε. Εκείνη ήταν 16 και εκείνος 22. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβαν να παντρευτούν, διότι τους πρόλαβε η καταστροφή. Σ.Π.: Πώς ήταν στη Σμύρνη πριν την καταστροφή; Ε.Κ.: Η ζωή ήταν ωραία και ήρεμη. Οι περισσότεροι είχαν καλή οικονομική κατάσταση και δούλευαν πολύ, επειδή ο τόπος εκεί ήταν εύφορος. Από τους 400.000 περίπου κατοίκους της πόλης, οι μισοί ήταν Έλληνες. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Λεβαντίνοι, ήξεραν όλοι να μιλούν ελληνικά. Οι γυναίκες ήταν πάντα καλοντυμένες, φορούσαν φα- νταχτερά κοσμήματα και ήταν πάντα αξιοπρεπείς. Σ.Π.: Μπορείς να μου περιγράψεις την κατάσταση που επικρατούσε στη Σμύρνη την ημέρα της φυγής, έτσι όπως την έχεις ακούσει από τους γονείς σου; Ε.Κ.: Μετά την υποχώρηση των ελληνικών στρα- τευμάτων, κατέβηκαν από την Ανατολία άτακτα στρατεύματα, Κούρδοι κυρίως. Οι Έλληνες κυνηγή- θηκαν, κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν, κάηκαν, πνίγη- καν, παιδιά χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους. Κοπέλες βιάστηκαν. Ο πατέρας μου πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τα δύο του αδέρφια. Η μητέρα μου και οι πέντε αδελφές της, για να γλιτώσουν την ατίμωση έβαζαν λάσπη στο πρόσωπό τους από χώμα και κάτουρο, για να σκάσει το δέρμα τους και να φαίνονται άσχημες και ταλαιπω- ρημένες. Κατάφεραν να μείνουν ενωμένες, μπήκαν σε ένα ψαροκάικο, αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη και από κει προχώρησαν μέχρι τη Βέροια όπου και πήγαν εργάτριες στα χωράφια με τα καπνά. Σ.Π.: Τι έκαναν, μόλις έφτασαν στη Βέροια και παράλληλα τι έγινε με την αιχμαλωσία του πατέρα σου; Ε.Κ.: Στεγάστηκαν προσωρινά σε ένα σχολείο. Η μητέρα μου είχε αρρωστήσει με ελονοσία και ο πυρετός τής έφερνε σπασμούς αλλά δεν τολμούσε να δηλώσει ασθένεια στον επιστάτη, γιατί θα τους έδιωχνε όλους. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου κατάφερε να δραπετεύ- σει και με τη βοήθεια ενός Γάλλου φίλου του βρέθη- κε στη Μασσαλία. Από εκεί ταξίδεψε για τον Πειραιά όπου και ρωτώντας πληροφορήθηκε ότι η Στασώ ήταν στη Βέροια. Τη βρήκε και την παντρεύτηκε λί- γες μέρες αργότερα. Το νυφικό της ήταν ένα δανεικό νυχτικό και για κρεβάτι είχαν μια ξύλινη πόρτα σκε- πασμένη με σακιά από τα καπνά. Γενικά οι περισσότερες οικογένειες ξανασμίξανε με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, όπως και τα αδέλφια του πατέρα μου.» Σ.Π.: Έμειναν στη Βέροια ή τους πήγαν κάπου αλ- λού; Ε.Κ.: Την άνοιξη του 1923 η κυβέρνηση τούς εγκατέστησε στην Καισαριανή, όταν η περιοχή ήταν ακόμα δάσος (το έλεγαν το Δάσος της Βασίλισσας) ΓΡΑΦΕΣ Οι γονείς της γιαγιάς μου, Ελένης Κεφαλά, κατατρεγμένοι στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή 43