QubIT, Issue no1 Qubit, Τεύχος 1ο | Page 38

αφιέρωμα:

Ψηφιακή Διακυβέρνηση

Μεταξύ άλλων, προνοείται η ανάγκη συγκατάθεσης του ατόμου για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, καθώς και μια σειρά από δικαιώματα που έχουν να κάνουν με την παραβίαση των δεδομένων αυτών και τη χρήση τους σε σκοπούς πέραν αυτών για τους οποίους το υποκείμενο έχει συγκατατεθεί.

Είναι προφανές ότι η ανάγκη για διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας μέσω της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, προσκρούει παράλληλα στην παραβίαση της δημόσιας ασφάλειας μέσω της συγκέντρωσης των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Η μη εφαρμογή των αρχών του Κανονισμού 679/2016/ΕΕ σχετικά με την συγκέντρωση και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ήτοι: αρχές του χρονικού περιορισμού, του σκοπού της επεξεργασίας, της διαφάνειας κλπ.) από τις υπηρεσίες ασφαλείας των κρατών, περικλείει σημαντικούς κινδύνους. Απλούστερα, εάν δεν τηρηθούν οι αρχές αυτές και τα δεδομένα πέσουν σε λάθος χέρια, τότε η σωματική, ψυχική και πνευματική ακεραιότητα των ατόμων δεν μπορεί να διασφαλισθεί.

Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτο να δικαιολογείται η συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, με τη δικαιολογία της δημόσιας ασφάλειας. Δεν αφορίζονται οι προσπάθειες εκ μέρους των αρχών ασφαλείας για καταπολέμηση της τρομοκρατίας μέσω διαδικτύου. Ωστόσο, πόσο εφικτή είναι η καταπολέμηση χωρίς την παραβίαση των δεδομένων των χρηστών; Ενδεχομένως να απαιτείται μια εκ βάθρων αναθεώρηση των πρακτικών που ακολουθούνται, μέσω του συγκερασμού της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου και των ατομικών δικαιωμάτων του κάθε πολίτη.

Πηγή: Brown, I., & Korff, D. (2009). Terrorism and the proportionality of internet surveillance. European Journal of Criminology, 6(2), 119-134 // Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Φ. (2016). Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων 679/2016/ΕΕ: Εισαγωγή και Προστασία Δικαιωμάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα

Η θυσία της ιδιωτικότητας στο βωμό της καταπολέμησης της τρομοκρατίας στον κυβερνοχώρο

Η ευρεία χρήση του διαδικτύου έχει οδηγήσει την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών στην ανάπτυξη ψηφιακών ικανοτήτων παρακολούθησης και επιτήρησης των χρηστών. Όπως υποστηρίζεται, η εφαρμογή των νέων αυτών τεχνικών προσανατολίζεται κυρίως στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, τίθενται σοβαρά ζητήματα παραβίασης της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της μη διάκρισης.

Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω υπηρεσίες συλλέγουν δεδομένα χρηστών (τηλεφωνικές και διαδικτυακές συνομιλίες, γεωγραφική θέση κλπ.) τα οποία επεξεργάζονται και – με βάση κάποια συγκεκριμένα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά – δημιουργούν διακριτά προφίλ χρηστών. Η διαδικασία αυτή, πέραν του ότι επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν τους πολίτες, οδηγεί πολλές φορές σε λήψη μέτρων εναντίον αθώων πολιτών.Η ταύτιση ενός ανυποψίαστου πολίτη με το προφίλ ατόμων που όντως σχετίζονται με την τρομοκρατία, τον καθιστά αυτομάτως ύποπτο. Παράλληλα, η μη ταύτιση ατόμων με συγκεκριμένα διαδικτυακά προφίλ, εμποδίζει την αναγνώριση των πραγματικών υπόπτων ή ενόχων.

Το υπ’ όψιν ζήτημα οδηγεί σε πολλές προεκτάσεις, μια εκ των οποίων – ίσως η σημαντικότερη – είναι η ιδιωτικότητα. Η παρακολούθηση πολιτών αποτελεί άμεση παραβίαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα περιπλέκεται περαιτέρω αν λάβουμε υπ’ όψιν τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή το Μάιο του 2018. Η πρόληψη της διάπραξης πιθανών τρομοκρατικών ενεργειών από άτομα που ίσως σκοπεύουν να τις διαπράξουν, δεν αποτελεί δικαιολογία παραβίασης της ιδιωτικής ζωής.

Ο νέος Κανονισμός για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσφέρει επαυξημένα δικαιώματα στο υποκείμενο των δεδομένων, καθώς εισάγει ένα νέο είδος δημόσιας ρύθμισης που δίνει προτεραιότητα στο προσωπικό status των ατόμων (Παναγοπούλου-Κουτνατζή, 2017).

Πολύκαρπος Θωμά