Geopolitics Magazine March - April 2016 | Page 44

Αυτή η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής αποκωδικοποιείται και περιγράφεται στο βασικό μοντέλο της Νέας Συναίνεσης. Πρόκειται για μία συναίνεση μεταξύ πολιτικών, κεντρικών τραπεζιτών και οικονομολόγων σχετικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής που πρέπει να ακολουθείται από τα κράτη για τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της οικονομίας. Σύμφωνα με τους Woodford (2009), Blanchard (2008), Goodfriend (2007), Taylor (2000), McCallum (2001), Meyer (2001), Goodfriend και King (1997) (οπ. αναφ. στο Αργείτης & Κορατζάνης, 2011, σ. 26) το μοντέλο της Νέας Συναίνεσης χαρακτηρίζεται κυρίως από τις ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού και αποτελεί μία σύνθεση στοιχείων του μονεταρισμού, της θεωρίας των ορθολογικών προσδοκιών, των νέων κλασικών οικονομικών και με τα νέα κεϋνσιανά οικονομικά και τη θεωρία των πραγματικών οικονομικών κύκλων. Η Νομισματική Πολιτική Η νομισματική πολιτική στο υπόδειγμα της Νέας Συναίνεσης βασίζεται σε τρεις πυλώνες: α) στο διαχειριστικό κανόνα νομισματικής πολιτικής, τον κανόνα Taylor, β) στον καθορισμό ενός πληθωρισμού στόχου και γ) στην αξιοπιστία - ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Ο Κανόνας Taylor Σύμφωνα με τους μονεταριστές, η προσοχή των ασκούντων την οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρώνεται στον έλεγχο της προσφοράς χρήματος όμως διάφορες οικονομετρικές αναλύσεις απέδειξαν πως βραχυπρόθεσμα δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτής και του πληθωρισμού, επειδή δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί η απελευθερωμένη χρηματοπιστωτική αγορά. Ο κανόνας Taylor είναι ένας απλός κανόνας νομισματικής πολιτικής για τον προσδιορισμό του βασικού επιτοκίου από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι υπεύθυνη για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Στο Υπόδειγμα της Νέας Συναίνεσης, η εμφάνιση ακαμψιών στην αγορά τη βραχυχρόνια περίοδο μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση της νομισματικής πολιτικής και συγκεκριμένα του επιτοκίου ως εργαλείου σταθεροποίησης της οικονομίας. Έτσι μπορούν να επέλθουν αποτελέσματα σε πραγματικά μεγέθη, όπως είναι το πραγματικό εισόδημα, αλλά μόνο στη βραχυχρόνια περίοδο αφού στη μακροχρόνια η επίδραση της θεωρείται ουδέτερη διότι η οικονομία βρίσκει από μόνη τη ς το σημείο ισορροπίας της, δηλαδή αυτορυθμίζεται. Στη βραχυχρόνια περίοδο, οι κεντρικές τράπεζες καθίστανται υπεύθυνες για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου, αφού μέσω του εργαλείου του επιτοκίου μπορούν να ελέγχουν τη συναθροιστική ζήτηση άρα και τον πληθωρισμό. Η διαδικασία έχει ως εξής, η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει το επιτόκιο όταν η οικονομία φαίνεται να υπερθερμαίνεται για να αυξηθεί η αποταμίευση, να μειωθεί η κατανάλωση και οι επενδύσεις. Αντίστοιχα, μειώνει το επιτόκιο όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση για να μειωθεί η αποταμίευση, να αυξηθεί η κατανάλωση και οι επιχειρηματίες να αναζητήσουν φθηνά δανειακά κεφάλαια για νέες επενδύσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η νομισματική πολιτική σταθεροποιεί την οικονομία γύρω από το φυσικό επίπεδο παραγωγής στη βραχυχρόνια περίοδο και κατ’ επέκταση ελέγχει τον πληθωρισμό. Geopolitics.com.gr all rights reserved 2016 Page 42