Diktyo Alpha Educational Support Material GR Psychososial support material for refugee children | Page 7

Θεωρητική Προσέγγιση Η εμπειρία του πρόσφυγα τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις και διαδρομές που την καθιστούν τραυματική. Η τραυματική εμπειρία των προσφύγων εμπεριέχει τη διάλυση του προϋπάρχοντος κοινωνικού τους ιστού, την απώλεια σπιτιού, γειτονιάς, φίλων, συγγενών και πατρίδας. Τα παιδιά και οι γονείς τους ζουν μια δραματική αλλαγή πλαισίου και απώλειας σημαντικών συναισθηματικών σχέσεων. Βρίσκονται σε μια διαδικασία αλλαγής, σε μια ασταθή, μεταβατική και αβέβαιη κατάσταση ζωής, προέρχονται από μια κατάρρευση της πρότερης βάσης τους και διαβιούν σε αναμονή δημιουργίας μιας νέας μελλοντικής βάσης (Francesetti, 2007). Η όποια προσπάθεια προσαρμογής τους από την άλλη, υποδαυλίζεται από τις δυσκολίες με την γλώσσα και το χρόνο που απαιτείται για την κατανόηση της νέας πολιτισμικής πραγματικότητας, στην οποία πρέπει να ενταχθούν άμεσα και να επιβιώσουν. Όταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος είναι ιδιαίτερα αντίξοες, οι συνθήκες και οι απαιτήσεις πέρα από τα συνηθισμένα όρια πιεστικές, τότε το φορτίο της πρόκλησης μπορεί να ξεπερνά τις ανθρώπινες αντοχές. Το τραύμα επηρεάζει στο σύνολό του τον άνθρωπο: επιδρά στο σώμα, στο συναίσθημα, τη συμπεριφορά, τη σκέψη, την κοινωνική και πνευματική του υπόσταση. Κανείς μπορεί να πενθεί για πραγματικές και συμβολικές απώλειες, να νιώθει θλίψη, ντροπή, ενοχή και θυμό μαζί με συναισθήματα αποτυχίας, να κάνει μηρυκαστικές σκέψεις του τύπου «τι θα γινόταν αν…» και άλλες αυτοκαταστροφικές σκέψεις (Vidakovic στους Francesetti, Gecele & Roubal, 2013). Σε αυτή την κατάσταση χρειάζεται κανείς να στηριχτεί όσο ποτέ πριν στις δυνάμεις του, στα εσωτερικά του αποθέματα και στις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές υποστήριξης. Κανείς χρειάζεται να ανήκει σε κοινωνικά δίκτυα, να έχει ρίζες από τις οποίες να αντλεί θρέψη και ασφάλεια σε ένα βασικό, θεμελιώδες επίπεδο (Francesetti, 2007). Σε αυτό το πνεύμα της υποστήριξης κινούνται και πολλά μοντέλα παρέμβασης που έχουν διατυπωθεί για την αντιμετώπιση του τραύματος. Φαίνεται ότι σε ένα πρώτο στάδιο προτείνεται κυρίως η αποκατάσταση ενός συναισθήματος ασφάλειας και μιας αίσθησης ελέγχου (Butollo, Kruesmann & Hagl, 2002), ενώ τα άτομα καλούνται να «ξεχάσουν» όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το μάθημα της αδυναμίας που το ίδιο το τραύμα τους δίδαξε (Herman στον Goleman, 1992). Περαιτέρω στάδια στις παρεμβάσεις που γίνονται στο τραύμα και αφορούν στην αντιμετώπισή του, νοηματοδότησή του και αποδοχή του στη συνέχεια της ζωής ενός ατόμου, ξεπερνούν τη στοχοθεσία αυτού του προγράμματος. Είναι σημαντική η αναγνώριση των επιπτώσεων του τραύματος στα άτομα και η κατανόηση συναισθημάτων απομόνωσης, απόγνωσης και κενού που βιώνουν, ωστόσο η ρητορική που αναπτύσσεται γύρω από αυτές τις επιπτώσεις μπορεί να επιτείνει τελικά το αίσθημα του αδιεξόδου και της μη αναστρέψιμης ψυχολογικής βλάβης λόγω του τραύματος. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αν και με καλές προθέσεις, καταλήγουν να αφήσουν τα άτομα παγιδευμένα στο βίωμα του τραύματος και στερημένα από κάθε ελπίδα να διεκδικήσουν πίσω μια ζωή με αξιοπρέπεια, υγεία και νόημα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω θυματοποίησή τους (McPhie & Chaffey, 1998). Έτσι λοιπόν προκρίνουμε σαν προτεραιότητα, μέσα από τις συναντήσεις που προβλέπουν τα εργαστήρια «Γέφυρες», να καλλιεργηθεί στα παιδιά των χώρων φιλοξενίας, όσο αυτό είναι δυνατό, κάποιο συναίσθημα ασφάλειας, να λειτουργήσουν οι συζητήσεις υποστηρικτικά προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσής τους. 7