4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 95

λαχταρώ… Της μαμάς μου. Η Μαμά μου Σοφία, νοσηλεύτρια στο επάγγελμα ήταν ακόμη παιδούλα όταν την είδε ο πατέρας μου σε μια τσάρκα απογευματινή με τους φίλους του. Τότε βλέπετε είχε αγνά αισθήματα ήταν ένας πράος, αγαπητικός και ήρεμος άνθρωπος με γαλάζια μεγάλα μάτια σαν θάλασσα έτσι συνήθιζε η μητέρα μου να τον αποκαλεί ταξίδευε στο βλέμμα του, ένα βλέμμα που αγαπούσε πιο πολύ και από την ζωή της. Γνωρίστηκαν έτσι απλά καθημερινά γιατί συναντήθηκαν τα βλέμματα τους, τα βήματα τους, τα συναισθήματα τους, οι ψυχές τους, όλο τους το κάρμα σε μια καρδία ενωμένη. Της μητέρας μου οι γονείς αγρότες μια ζωή άλλοι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες μια ζωή χωράφι, δουλεία, σπίτι και ξανά από την αρχή με το ζόρι σπούδασαν την μητέρα μου και συντηρούσαν την θεία μου Ζωή που ήταν ΑΜΕΑ. Η γιαγιά μου Μαρία ζήταγε ελπίδες μια ζωή στο θεό για την κόρη της Ζωή να γίνει καλά και ας πέθαινε η ίδια. Ο παππούς Ευάγγελος την άκουγε και έφευγε να κλάψει μακριά σαν μια θάλασσα να ξέπλενε τον πόνο του. Αγνοί άνθρωποι καλοί και ήρεμοι δεν ζητάγανε πολλά μόνο το καθημερινό φαί από το θεό και να ναι καλά τα παιδιά τους. Δεν ξέρανε τι θα πει χρήμα, χλιδή, ξοδεύω και περνώ καλά. Όταν ο πατέρας μου ζήτησε την μητέρα μου ο παππούς μου του εξήγησε ότι δεν είναι της τάξης τους και ότι αυτός ο γάμος δεν θα στεριώσει, όχι γιατί δεν αγαπιόντουσαν αλλά γιατί ο νόμος της ζωής προστάζει ομοίους προς ομοίους όσο αναφορά το χρήμα και έτερος προς έτερον όσο αναφορά τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Η γιαγιά από την άλλη μεριά είδε ότι έστω η μια της κόρη θα λυτρωθεί από την φτώχεια και θα ζήσει σαν ελεύθερο πουλί που θα ανοίξει τα φτερά του και θα πετάξει μακριά ευτυχισμένο και ελεύθερο. Τους έδωσε την ευχή της και λίγα χρήματα που είχαν μαζέψει για μια ώρα ανάγκης ψίχουλα μπροστά στην περιουσία του πατέρα μου. Ο πάππους βασανιζόταν, κάτι τον έτρωγε και είχε δίκιο τελικά χρόνια μετά. Ο γάμος τους έγινε στην Αίγινα, οι γονείς του 95