4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 91

μέρος του. Στάθηκε εμπρός του και έμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένος. Ο καταρράκτης από τα μακριά εβένινα μαλλιά της στόλιζε τους αλαβάστρινους ώμους της, και το αινιγματικό χαμόγελο της τον παράσερνε σε ανεξερεύνητα μονοπάτια ευτυχίας. Το άρωμα της εισχώρησε σε κάθε κύτταρο του κορμιού του, ενώ τα αηδόνια κρυμμένα πίσω από τα μεγάλα φύλλα μιας μουριάς, του φάνηκε πως τραγουδούσαν μελωδικά το όνομα της. Τα μάτια της, δύο μεγάλες απύθμενες θάλασσες τον υπνώτιζαν και οι μακριές βλεφαρίδες της προστάτευαν αυτή την κυανή απεραντοσύνη. Είχε μείνει άφωνος, και ενώ είχε βιώσει αυτό το αίσθημα πολλές φορές σήμερα δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Ρώτησε τον εαυτό του, γιατί παρασύρθηκε και άφησε μόνο του αυτό το μαγευτικό πλάσμα και η απάντηση μαζί με πονεμένες αναμνήσεις συσσωρεύτηκαν στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου του. Αμέτρητες νύχτες στο γραφείο του, αμέτρητες μοναχικές νύχτες. Το κέντρο βάρους της ζωής του είχε πέσει στην δουλειά. Ματαιοπονούσε για χρόνια. Και το είχε μετανιώσει. Η Δάφνη τον κοιτούσε τρυφερά και πριν προλάβει να μιλήσει, την πήρε ο Ορφέας στα χέρια του και την σήκωσε στον αέρα σαν πούπουλο. Βάλθηκε να την κρατά σφιχτά στα χέρια του, και να μυρίζει αχόρταγα το άρωμα της. Δεν θα την άφηνε ξανά μόνη της. Το είχε αποφασίσει. Μόλις την κατέβασε, εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά. Ήταν ευτυχισμένη. Και ο Ορφέας ήταν ευτυχισμένος. Περιτριγυρισμένος από την οικογένεια, τους φίλους του και την Δάφνη είχε μετανιώσει για τα λάθη του και είχε βάλει βάλσαμο στις πληγές που αιμορραγούσαν εδώ και χρόνια. Καθώς έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε τις όμορφες στιγμές που τον περίμεναν, ένιωσε το χέρι της Δάφνης να ξεγλιστρά σαν άμμος από το δικό του χέρι. Όλος ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε και τα αγαπημένα του πρόσωπα του έριξαν μια ύστερη 91