4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 18

Και όλο και πιο πολύ άπλωνε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει και την καλούσε για γλυκά στο σπίτι του. Ένα πρωί- Παρασκευή ήταν- κάθονταν στο συνηθισμένο τους παγκάκι και κοιτούσαν την Αγιά Σοφιά. Η Ανταλέτ τού έλεγε για το αγαπημένο της αεράκι του Βοσπόρου, το θέαμα που την γαληνεύει βλέποντάς το να παρασέρνει τη λευκή κουρτίνα της μάνας της στο μπαλκόνι, το ξύλο από τον πατέρα της και φυσικά το βάρος της μπούρκας, το ασήκωτο. Από μακριά, επέστρεφε η μάνα της με τα ψώνια. Η δύστυχη περνούσε φορτωμένη με τσάντες από το πάρκο και είδε τον Αιμίλιο να χαϊδεύει την κόρη της όλο χαμόγελο. Τα πράγματα γλίστρησαν από τα χέρια της και ένιωσε ότι χάνονται όλα από γύρω της. «Ανταλέτ, τσακίσου και έλα δω!» ούρλιαξε και έσυρε την κόρη της μέχρι το σπίτι. «Τι είναι αυτά που μου λες 15 χρονών κορίτσι για Χριστούς, Βυζάντια και Ελύτιδες; Θες να έχουμε και άλλες φασαρίες από τον πατέρα σου; Καλά θα κάνεις όλα αυτά να τα ξεχάσεις, όπως τα ξέχασα και γω. Προ παντός δεν θα ξαναδείς αυτόν τον αλήτη» έλεγε και ξανά έλεγε η μάνα της και η Ανταλέτ συνεχώς ρωτούσε «Γιατί;». Η μάνα δυσκολεύτηκε να απαντήσει. Ύστερα βρήκε απάντηση και ενοχικά είπε: «Μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος. Σύνελθε, Ανταλέτ μου!». Η Ανταλέτ συνδύασε τα γεγονότα και η αλήθεια είναι πως τα λεγόμενα της μάνας της είχαν λογική. Τα χάδια, η καπαρντίνα, τα γλυκά, οι προσκλήσεις για επίσκεψη στο σπίτι του. Αποφάσισε να την ακούσει και να μην ξαναδεί ποτέ της τον Αιμίλιο, τον μόνο άνθρωπο που την άκουσε. Έφτασε βράδυ και η ώρα σχεδόν να φύγουν οι γυναίκες, να μείνει μόνος ο πατέρας να κατεβάζει τις μπύρες του. Όταν ξαφνικά οι ειδήσεις ανακοίνωσαν τη μαζική εκτέλεση Τζιχαντιστών από τον Βρετανικό στρατό! Ανάμεσά τους, ο Μουσταφά! Η Ανταλέτ άρχισε να ουρλιάζει σαν μανιακή. Ο πατέρας έκλεισε την τηλεόραση και άρχισε 18