4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 148

μάτια το κοριτσάκι με τα άσπρα, ουρλιάζει και βγαίνουν από το καμένο δέντρο! Σείεται η γη τόσο που πάει την Ζωή όλο και πιο μέσα στο δάσος, σηκώνεται τρέχει… τρέχει… τρέχει… μέχρι που χάνει τις αισθήσεις της, σπάει πάλι το έδαφος και πέφτει… πιο βαθιά από ποτέ. Ακούει μια φωνή της λέει «Στο είπα μη με πλησιάζεις… είμαι ανάμνηση… κακή για σένα… θα σε οδηγήσω…… σ’ αυτόν…». Η Ζωή πέφτει και χάνεται στο σκοτάδι… Πέφτει μέσα στην θάλασσα, είναι όμορφα γεμάτα χρώματα, ψαράκια πολύχρωμα ταξιδεύουν σαν όλο αυτό το χάος να ηρέμησε, τώρα όμως έπρεπε να βρει στεριά. Έτσι λοιπόν κολύμπησε μέχρι πάνω, έφτασε σε ένα νησί που μεγάλωνε σε κάθε της βήμα, έβγαιναν δέντρα και σκοτείνιαζε μα η Ζωή συνέχιζε. «Μη… μην συνεχίζεις… ΓΙΑΤΙ… γιατί δεν με ακούς;» ήτανε πάλι το κοριτσάκι, η Ζωή την κοιτάζει με μάτια που λένε «γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη;» το κοριτσάκι το καταλαβαίνει. «Ανάμνησή σου είμαι προσπαθώ να σε βοηθήσω να μην φτάσεις… σ’αυτόν… τον φόβο…» μα η Ζωή δεν την ακούει φεύγει… η ανάμνηση εξαφανίζεται με ένα πονεμένο βλέμμα στο ρόδινο πρόσωπό της. Το νησί μεγαλώνει, το δάσος το ίδιο, η θάλασσα εξαφανίζεται, το σκοτάδι κυριαρχεί, σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό, απόλυτη σιωπή τίποτα άλλο. Ένα κατεστραμμένο κούτσουρο με μέσα μία σφαίρα ρίχνει λίγο φως, το φως μεγαλώνει φυτά, ροζ, κόκκινα, άσπρα. «ΌΧΙ!» πάλι η ανάμνηση η Ζωή παίρνει ένα λουλούδι. Το λουλούδι ξεραίνεται στα χέρια της Ζωής, η στάχτες του διασκορπίζονται, τις παίρνει ο άνεμος, τις πάει σε έναν σαν χωνί κορμό και αυτός ανοίγει ένα πέρασμα από έναν βράχο. 148