4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 14

1. 1 ο βραβείο: Φυσάει στον Βόσπορο-Ράπτης Δημήτριος Εκπ/ρια Αυγουλέα-Λιναρδάτου «Σε παρακαλώ! Είναι τρελό αυτό που πας να κάνεις, δεν το βλέπεις; Άδειασε τη βαλίτσα σου και μείνε να το συζητήσουμε». Αυτά τα λίγα λόγια του είπε με αναφιλητά από το κλάμα, πριν ο Μουσταφά της αστράψει ένα χαστούκι και γεμίσει με αίματα τη μαντίλα της. «Τελευταία φορά που μιλάς, βρώμα! Την έχω πάρει την απόφασή μου, γι’ αυτό σκάσε!!!». Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο πατέρας. Βρήκε την Ανταλέτ στο πάτωμα με ματωμένο το πρόσωπο, μισοζαλισμένη από το χέρι του αδερφού της. Την πλησίασε και με ύφος αγριεμένο της είπε: «Ο Μουσταφά έχει ιερό χρέος. Εσύ δεν θα μιλάς από δω και στο εξής. Ταμάμ;» . Μάζεψε τις δυνάμεις της και σύρθηκε στο παράθυρο. Στο δίπλα μπαλκόνι καθόταν η μάνα της, όπου η πάλλευκη κουρτίνα του δωματίου της έβγαινε προς τα έξω και τη χάιδευε, καθώς φυσούσε τ’ αεράκι του Βοσπόρου. Η Ανταλέτ ούτε που κατάλαβε ότι βρέθηκε πάλι να κοιτάζει την Αγιά Σοφιά. Αυτές οι βόλτες της ήταν το φάρμακό της. Και η μύτη συνέχισε να στάζει το αίμα και το φαρμάκι που την πότισε ο αδερφός της. Κόσμος έρχεται, κόσμος φεύγει στο πάρκο και η Ανταλέτ συλλογίζεται πως χάνει τον μεγάλο της αδερφό, για χάρη της τρέλας του πατέρα της να γίνει στρατιώτης του Ισλάμ. Από μακριά είδε έναν μεσήλικα άντρα, ψιλόλιγνο με μπεζ καπαρντίνα. Είχε όμορφα καστανά μαλλιά και εκφραστικά μάτια. Την πλησίασε και μόλις την είδε σάστισε, σχεδόν λούστηκε στο φως το πρόσωπό του από μια περίεργη έκφραση χαράς. «Καλημέρα» της είπε όλο γλυκύτητα και σχεδόν ξαφνιασμένος. Η Ανταλέτ σήκωσε το κατακόκκινο από τα αίματα πρόσωπό της και τον κοίταξε κλαίγοντας. Εκείνος συνέχισε να χαμογελά και με μια ανησυχία μη τον δει κανείς, έκατσε δίπλα της και της προσέφερε ένα μαντήλι. 14