4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 113
«Πώς κατέληξες στο δρόμο;» ρώτησε με απορία η Αγγελική. «Όταν
ήρθα στην Ελλάδα δεν έδωσα σημασία να μάθω καλύτερα τη γλώσσα ,
να βρω μια πιο σταθερή δουλειά... Δεν κατάφερα να συντηρήσω το
σπίτι μου και την οικογένειά μου, τώρα πάει...» Η Αγγελική τον
χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Χρόνια έχω να μιλήσω έτσι σε άνθρωπο,
κανείς δεν με πλησιάζει. Μόνο περνούν και με δείχνουν σαν να είμαι
ο χειρότερος εγκληματίας. Τότε έρχεται η μοναξιά , η νοσταλγία...
Θυμάμαι την πατρίδα μου και το πόσο ξένος ένιωσα όταν πρωτοήρθα
στην Ελλάδα. Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά έτσι νιώθω..»
« Ο καθένας μας έχει τη δική του ιστορία» ψιθύρισε η Έλλη. «Όλοι
μας κουβαλάμε βαρύ φορτίο και το κουβαλάμε μόνοι» , συμπλήρωσε η
Αγγελική. Τα κορίτσια, εκείνο το καυτό αυγουστιάτικο μεσημέρι
άνοιξαν την καρδιά τους και μοιράστηκαν την μοναξιά τους με έναν
ξένο που εκείνη τη στιγμή ένιωθαν πιο δικό τους από
όλους...Άλλωστε η μοναξιά είναι ένα συναίσθημα παροδικό, δεν κρατά
για πάντα.
«Αυτή τη στιγμή νιώθω μέσα μου μια ζεστασιά, μια απέραντη
αγάπη», είπε ο άστεγος. Εφόσον ο ένας έχει τον άλλο και αφού
υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που νοιάζονται για τον πόνο, για τα
βάσανα και τις δυσκολίες του άλλου, τότε δεν μπορεί να υπάρξει
μοναξιά»
Η νύχτα είχε πια πέσει στην πόλη... Τρεις άνθρωποι σε ένα πεζούλι
κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου. Τα φώτα φώτιζαν τα γαλήνια
πρόσωπά τους και η μοναξιά είχε πια ολότελα νικηθεί, σ’ αυτό το
μυστήριο φαινόμενο που ονομάζεται ΖΩΗ.
113